Συνέντευξη του Ευστάθιου Δαμίρα στον Απόλλωνα Χορταρόπουλο
για το περιοδικό "Paraphernalia" (τευχ. 23, Φεβρ.1998)

- Κύριε Δαμίρα, πολλοί πιστεύουν ότι είστε ο κορυφαίος νεοέλλην ποιητής αυτή τη στιγμή. Τι έχετε να τους απαντήσετε;

- Πιθανόν να είμαι -αυτή τη στιγμή. Ισως και την επόμενη στιγμή ή γιατί όχι και για δυο μέρες ή εβδομάδες ακόμη.Εμένα ωστόσο αυτό δε μου λέει τίποτα, non liquet. Προσπαθώ να γράφω sub speciae aeternitatis.

- Παλεύετε λοιπόν για την αιωνιότητα και μόνο... πιστεύετε πως θα την κατακτήσετε;

- Ειλικρινά δε γνωρίζω. Αν πίστευα, όπως μερικοί φίλοι μου, στον κυκλικό χρόνο, θα έλεγα πως την έχω κατακτήσει ήδη: Αθροιζόμενες οι προαναφερθείσες "στιγμές" των άπειρων διαδοχικών κύκλων συγκροτούν μια αιωνιότητα από μόνες τους. Δεδομένου όμως ότι πιστεύω στο γραμμικό χρόνο, μάλλον έχω πολύ δρόμο ακόμη.

- Πώς μπορείτε εσείς, ένας άτεγκτος αντινομιναλιστής, ένας φανατικός και δεδηλωμένος υποστηρικτής των θέσεων του Πλάτωνος, να μή δέχεστε τον κυκλικό χρόνο;

- Κοιτάξτε, εσείς οι κριτικοί και οι δημοσιογράφοι λέτε διάφορα... ας λύσω μια παρεξήγηση: Σίγουρα η σκέψη του Παρμενίδη, του Πλάτωνος, του Πλωτίνου κ.ο.κ. είναι πολύ πιο κοντά μου απο αυτήν του Αριστοτέλη, του Αβικέννα, του Γουλιέλμου του Οκχαμ και των συν αυτοίς καραγκιόζηδων, και το έχω δείξει έμμεσα ποικιλοτρόπως. Κρατώ όμως μια κριτική στάση και ποτέ δεν δήλωσα δημόσια πλατωνικός, δεν έγινα καν μέλος στο "Νεοπλατωνικό Ομιλο" της γειτονιάς μου. Οσον αφορά τον πηγαίο και άκρατο, όπως σωστά έχει χαρακτηριστεί -τον όρο "άτεγκτος" δεν τον δέχομαι για λόγους που δεν σας αφορούν- αντινομιναλισμό μου, αυτός έχει καθαρά βιωματική προέλευση. Οταν ήμουνα νήπιο, προτού έρθω σε επαφή με την ιδεαλιστική σκέψη, για την ακρίβεια προτού καν μάθω να διαβάζω, ο μεγάλος μου αδερφός ήταν πωρωμένος και αδιάλλακτος ονοματοκράτης και μάλιστα πολύ καταπιεστικός, μαλώναμε συνέχεια -και φυσικά τις έτρωγα... μετά βέβαια γίναμε πολύ αγαπημένοι μεταξύ μας, αλλά μερικά πράγματα μένουν όπως και να το κάνεις, εγγράφονται ανεξίτηλα...

- Ας περάσουμε όμως στο έργο σας. Γράφουν για σας -αλλά ισχυρίζεσθε και ο ίδιος- ότι έχετε αποφύγει τους σκοπέλους του φορμαλισμού. Tαυτόχρονα όμως είναι ορατή σε κάθε ποίημα μια εξάρτηση της πορείας της σκέψης σας από ένα εν πολλοίς προϋπάρχον μορφικό στοιχείο. Αυτό δεν αποτελεί αντίφαση; Επιπλέον, δεν ενέχει τον κίνδυνο της απίσχνασης του περιεχoμένου στα ποιήματά σας;

- Κάθε άλλο. Το μορφικό στοιχείο για μένα δεν γίνεται τροχοπέδη, αλλά φτερά της φαντασίας και μάλλον δίνει βάθος και ουσία, παρά αφαιρεί -και αυτή η ουσία είναι που τελικά μένει και μας μεθά, μας συνεπαίρνει, ενώ η μορφή, η τόσο σημαντική κατά τη διαδικασία της γραφής, στο τελικό αποτέλεσμα είναι απλά παραπροϊον. Καθώς όμως η ποίηση σαν έννοια δε μπορεί σύμφωνα με τον Παρμενίδη -όπως και τίποτε άλλο βέβαια- να νοηθεί ως διαδικασία, έπεται ότι εδώ δε μπορεί κανείς να μιλά για φορμαλισμό.

- Με πείσατε, αλλά δε με καλύψατε. Τα επιχειρήματά σας ακούγονται λίγο αδόκιμα στο σύγχρονο αυτί...

- Κακώς. Δε φταίτε όμως εσείς. Θα σας το εξηγήσω αναλυτικότερα: Το μορφικό στοιχείο στην ποίηση έχει τη δυνατότητα, κάτω από κατάλληλες συνθήκες και με σωστό χειρισμό, να γεννά στόχους και περιεχόμενο. Για άγνωστους λόγους, αυτό αντιμετωπίζεται κατά κανόνα αρνητικά. Ολοι διατείνονται ότι ευφραίνονται διαπιστώνοντας ποικιλία στους δρόμους με τους οποίους φτάνει κανείς στο ίδιο αποτέλεσμα, π.χ. όταν στη γεωμετρία ένα θεώρημα αποδεικνύεται με πέντε διαφορετικούς τρόπους ή όταν με ποιήματα εντελώς διαφορετικά γραμμένα μπορεί να μεταδοθεί η ίδια αίσθηση και το ίδιο μήνυμα στον αναγνώστη. Δεν είναι πολύ πιο αξιόλογη και ουσιαστική όμως μια ποικιλότητα που αφορά όχι τους δρόμους, αλλά το τέρμα, όπου δηλ. η μία μέθοδος μπορεί να δώσει πολλά αποτελέσματα; Ε, λοιπόν, σ' αυτό το ζήτημα πρέπει να ανοίξουμε τα μάτια μας. Ολοι μιλάνε για τη σημασία του να έχουμε στην ποίηση -όπως και στη ζωή- στόχους, όταν όμως βρούμε τη μηχανή που τους γεννάει, γινόμαστε φορμαλιστές! Αλλά ας μην επεκταθούμε άλλο σ'αυτό το ζήτημα...

- Σωστά. Ας πάμε στην τελευταία σας συλλογή. Δημιουργείτε στα ποιήματα σας έναν κόσμο εφιαλτικό, γεμάτο ύπουλα κουνούπια και αδηφάγες κατσαρίδες, κρύο και βροχή, δυστυχισμένα τέρατα , σπασμένα κόκκαλα κ.τ.λ. Πόσο σας έχει επηρεάσει σ' αυτό ο Franz Kafka;

- Δεν ξέρω. Εχω διαβάσει όλόκληρο τον Kafka αρκετές φορές από το πρωτότυπο, χωρίς ωστόσο να τον κατανοήσω σε βάθος, όπως και δεν τα κατάφερε κανείς άλλωστε απ' όσο γνωρίζω. Δεν πιστεύω ότι προσπάθησα να μιμηθώ την σκιώδη αίσθηση του unheimlich που δίνει ο Kafka -θα ήταν ύβρις. Ξέρω όμως ότι ορκίστηκα από εκδικητική μανία να γράψω κάτι που ο Kafka, αν ζούσε, δεν θα καταλάβαινε.

- Και μάλλον το καταφέρατε. Ενώ -περισσότερο χάρη στα δοκίμιά σας- γνωρίζουμε ποιά περίπου ζητήματα απασχολούν το νου και την ψυχή σας, τα ποιήματά σας δείχνουν να πραγματεύονται άλλα, εντελώς επιφανειακά θέματα. Δύσκολα μπορεί να πιάσει κανείς τα σημαινόμενα νοήματα, όσο κι αν ξέρει ότι κρύβονται εκεί.

- Την ίδια δυσκολία έχω κι εγώ, όσο κι αν ακούγεται απίστευτο. Αδυνατώ να διεισδύσω στα βάθη της ίδιας μου της σκέψης. Είναι σα να σκάβει κανείς ένα λάκκο κάτω από από καταρρακτώδη βροχή: Δε μπορεί να δει τον πάτο του.

- Ας γυρίσουμε όμως στα ποιήματά σας. To "Consummatio Mundi" αρχίζει με τον τελευταίο στίχο του ομώνυμου ουσιαστικά ποιήματος του Jakob van Hoddis "Weltende". Πιστεύετε πως έχετε να συμπληρώσετε κάτι στο έργο του van Hoddis;

- Να συμπληρώσω.. είναι μεγαλη κουβέντα. Σίγουρα πάντως τον Jakob van Hoddis, τον Rainer Maria Rilke, τον Hugo von Hoffmansthal και τους λοιπούς γερμανούς αυτής της γενιάς πρέπει να τους ξαναδιαβάσουμε, έχουν ακόμη να μας πουν πολλά. Οταν διάβασα το "Weltende", βρέθηκα εγκλωβισμένος στη ζοφερή ατμόσφαιρα που δημιουργεί, ένοιωσα το διάχυτο λυρικό άλγος να με διαπερνά σαν ρίγος και σχεδόν σε κατάσταση trance δοκίμασα να το συνεχίσω, να το προεκτείνω ως εκεί που ο van Hoddis δε μπόρεσε λόγω της εποχής του και μόνο... έτσι γράφτηκε το "Consummatio Mundi".

- Το οποίο, όπως και το "Weltende", αντανακλά παραστατικότατα το χαμηλό βαρομετρικό μιας εποχής fin de siecle. Αυτό βέβαια ισχύει λίγο-πολύ για ολόκληρη την τελευταία σας συλλογή. Δυσκολεύομαι να σκεφτώ άλλο βιβλίο που να είναι τόσο συνεχής και σκληρή υπενθύμηση του γεγονότος οτι διανύουμε τα τελευταία χρόνια αυτού του τόσο μάταιου όσο και πολυτάραχου αιώνα...

- Δοκιμάστε τότε να σκεφτείτε ένα ημερολόγιο τσέπης.

- Ας σταθούμε όμως λιγάκι στα "Ορθοπεδικά Τετράστιχα". Κατ' αρχήν, παρατηρούμε ένα βλέμμα απομυθοποίησης των ιστορικών προσωπικοτήτων - το πρόσωπο που εδώ αποκαλύπτει την τρωτή φύση του είναι ο πάπας Κλήμης. Νομίζω όμως, ότι, αντίθετα με τις προθέσεις του στρατευμένου Brecht, όπου παρόμοιες νύξεις υπαγορεύονταν από τον πολιτικό διδακτισμό του, εδώ διαφαίνεται μια φυσική, νηφάλια έκφραση μιας ματιάς που δεν πασχίζει να ελευθερωθεί, είναι ελεύθερη από την μυθολογική φαινάκη, τους παραμορφωτικούς φακούς μιας ύπουλης ιδεολογίας, ύπουλης διότι μας εκπορθεί ακριβώς επειδή δεν παρουσιάζεται ως τέτοια, και συντηρεί μια άφατη πεποίθηση διαφορετικότητος των ιστορικών προσωπικοτήτων άνευ σάρκας και οστών -- άλλωστε υποψιάζομαι πως η έννοια-έκφραση "σάρκα και οστά" είναι η σημειολογική κερκόπορτα που αξιοποιεί-παραβιάζει το ποίημα, με δούρειο ίππο τον αναπόφευκτο συνειρμό: κάταγμα -> οστούν -> σάρκα και οστά. Μακράν λοιπόν του Μπρεχτικού διδακτισμού, διακρίνω μια συγγένεια, ή, αν προτιμάτε, μια συνέχεια γενεών, με μια αντίστοιχη απόπειρα απομεγέθυνσης του Ιστορικού Προσώπου-Υπερανθρώπου από τον Γ. Σεφέρη με τον "Βασιλιά της Ασίνης". Και λέω συνέχεια -όχι παραλληλότητα- διότι ο Σεφέρης δείχνει να πασχίζει ο ίδιος γράφοντας για να αποτινάξει τη φαινάκη από πάνω του. Η μέθοδός του είναι να διογκώνει, με την πρόοδο του ποιήματος, το μύθο,προεκτείνοντας τον στις ύστατες συνέπειές του ωσότου να διαφανεί η κενότητα, σαν ένα μπαλόνι που το φουσκώνεις μέχρι να σπάσει. Αντίθετα στον "Πάπα Κλήμη" είναι φανερό πως το φάντασμα έχει νικηθεί, ο ποιητής δεν αγωνίζεται, μιλά με σιγουριά. Απλώς καταφάσκει. Αραγε ο αγώνας του Σεφέρη ήταν νικηφόρος; Αν ναι, νομίζω πως αν ξαναμιλούσε για το θέμα θα έγραφε ίσως τον "Πάπα Κλήμη".

- Ισως.

- Στα άλλα δύο δε "Ορθoπεδικά Τετράστιχα", εμφανής είναι μια αρμονική αντίθεση αλλά και ένας κοινός παρονομαστής. Ας εξηγηθούμε: Για να μην απομακρυνθούμε από τα καθ' ημάς ας πάρουμε ως παράδειγμα δύο μείζονες νεοέλληνες ποιητές, τον Καρυωτάκη και τον Ελύτη, ώστε να παραστήσουμε -με όλους τους κινδύνους που ενέχει η υπεραπλουστευτική αυτή γενίκευση- το δίπολο απαισιοδοξία-αισιοδοξία. Χωρίς κανείς τους να είναι ισοπεδωτικός, ο πρώτος με όλη του την ευαισθησία μας παρουσιάζει έναν κόσμο άχρωμο και μάταιο ενώ ο δεύτερος, δίχως να υποπίπτει σε αφελή... χαζοχαρά, έναν κόσμο ολόγευστο, γεμάτο χυμούς και χρώματα του ουρανού και του πελάγους. Ας μου συγχωρεθεί η έκφραση -προς Θεού, καθόλου απαξιωτική- συναισθηματική μονοπολικότητα, καθηλωμένη στο θετικό άκρο για τον έναν, στο αρνητικό για τον άλλον. Αντίθετα, στα "Ορθοπεδικά Τετράστιχα" αφοπλίζει η συναισθηματική χωρητικότητα του ποιητή, το συμπαντικό εύρος μιας ψυχής, που με την ίδια ολύμπια στωική ψυχραιμία δέχεται τόσο την ολέθρια κατάληξη της ρήξης του έξω πλαγίου, όσο και την αίσια έκβαση του κατάγματος του ωλεκράνου. Θα έλεγε κανείς πως οι περιπλανήσεις της λειψής μονομέρειας σαν θραύσμα του πλατωνικού ανδρογύνου επιτέλους κατέληξαν στην ένωση με το συμπληρωματικό αντίθετο, και η ποίηση έφτασε στο Εγελιανό της τέλος.

- Θα το 'λεγε. Το ποιός θα τον πίστευε είναι βέβαια ένα ζήτημα.

- Αλλά ας επισημάνουμε και τον κοινό παρoνoμαστή που προαναφέραμε: "Μοιραία η πλήξις υπό Ντε Σε Βω". Μοιραία, με τη διττή σημασία της λέξης: της δυσμενούς έκβασης αλλά και της μή άλλως δυνατής, αφού της μοίρας ήταν γραφτό. Οσο δε για την αίσια κατάληξη του κατάγματος του ωλεκράνου ο ποιητής αυθόρμητα αναφέρεται στο θείο, το απρόσιτο, το infinitum. Να το ονομάσουμε αυτό μοιρολατρεία;

- Οχι.

- Να το ονομάσουμε τότε συμφιλίωση του ανθρώπου με την ασημαντότητα, αποδοχή της αδυναμίας του μπροστά στο μη ελέγξιμο, χωρίς όμως να του παραχωρεί και το πεδίο της αυτονομίας, το πεδίο αυτών που πράγματι μπορεί να ελέγξει;

- Ναι.

- Μήπως πίσω από τη φαινομενική λοιπόν αντίθεση των δυο τετράστιχων και τον κοινό τους παρονομαστή, την αποδοχή της έννοιας του αστάθμιτου και την οριοθέτηση των πεδίων αυτονομίας και ετερονομίας, κρύβεται η Σοφία; Διότι ποιά μεγαλύτερη Γνώση και Δύναμη από το να γνωρίζει κανείς τα όρια των δυνάμεών του, χωρίς αυτό να τον κάνει να τις περιφρονεί;

- Καμμία.

- Υπάρχει κάτι ακόμα που έχετε να πείτε στους αναγνώστες σας;

- Βεβαίως.

- Θα το εμπιστευτείτε στο περιοδικό μας;

- Οχι.

- Κύριε Δαμίρα, σας ευχαριστούμε για τη συνέντευξη.






Ποιήματα του Ε. Δαμίρα

Κεντρική Σελίδα