Παραμυθούνγκεν.
υπό Αντωνίου Ε. Καναβούρα.







  





Ντας Ουνγκεχώυερ Φρούμελ.


Ο Αμεδαίος Φρούμελ εκ του Μέλανος Δρυμού ήτο Ουνγκεχώυερ, ήτοι τέρας, δηλαδή μονστέρ. Τώρα θα μου πείτε τι είδους τέρας ήτο; Διότι υπάρχουσιν τέρατα και τέρατα. Ητο μούκας ; Ητο σαραντάημερον ; Ητο βρυκόλαξ,τουτέστιν βαμπάιαρ; Ητο κακόδραξ,κρατσαμπάς,νεκροζώντανον ζόμπι,γκρέμλιν,διαόλι ή μη τι άλλο ; Δεν δύναμαι ειπείν καθότι ελάχιστα στοιχεία σώζονται περί της περιπτώσεώς του. Ητο πάντως καλόψυχον τέρας και βαρέως έφερε την τερατωσύνην του. Θα προτιμούσε να είναι κι αυτός ένας ροδοκόκκινος αγελαδάρης με ξανθιά γενιάδα,δερμάτινο κοντοπαντέλονο με σταυρωτή τιράντα και καπέλο με λοφίο και το βραδάκι να παίζει σιάπφκοπφ κατεβάζοντας τρία - τέσσερα λίτρα Αουγκουστίνερμπρώυ στη μπυραρία του χωριού, μα , τι να κάνουμε, ο Θεός χρειάζεται και μερικά μόνστρουμ για τον κόσμο τούτο -έτσι αποφάσισε και ποιός είναι αυτός που θα τον κρίνει ; - και άμα είναι να σε τερατέψει σε τερατεύει και δε ρωτάει. Δεν επαραπονείτο λοιπόν ο κ.Φρούμελ, απεδέχθη το ρόλο του στο θαύμα της δημιουργίας και ηκολούθησεν την κλίσιν του. Απεσύρθη στα πέριξ δάση όπου ετρέφετο με ποιός ξέρει τι - διότι έκαστον τέρατον έχει και την ιδίαν αυτού τροφήν. Συχνάκις επαραμόνευε στα μονοπάτια κι άμα περνάγανε τίποτες διαβάτες ή λοτόμοι ενεφανίζετο καμαρωτός με την τερατώδη όψιν του, εχτύπα το δεξιόν ποδάριον παταγωδώς στο χώμα κι εκούναε νευρικά τα χέρια του φωνάζοντας : "Μπρρράου! Ατσατσάο Καρκαντούρ!" ή "Κρακατάο Σακατάκ Χριουμφ Γιαλαλαού!" και οι περαστικοί ετρέποντο εις άτακτον φυγήν, άλλοτε προς την προεπιλεγείσαν κατεύθυνσιν, ήτοι αυτήν ούτην ήδη ακολουθούσαν, άλλοτε δε κατόπιν μεταβολής οπότε και επέστρεφον εις το σημείον εκκινήσεως. Θα ηδυνάμεθα λοιπόν, βασει του προσημειωθέντος κριτηρίου να ταξινομήσομεν τους υπό του κ.Φρούμελ εκπλαγέντας διαβάτας εις δύο κατηγορίας:τους ταχύτερον του αναμενομένου καταφθάνοντας εις τον προοπισμό τους (στο εξής Τ.Α.Κ.Π.) και τους απράγως επιστρέφοντες εις την αφετηρίαν και σοβαρώς αναλογιζομένους εάν θα ήτο φρόνιμον να επαναλάβουσιν το εγχείρημα (στο εξής Α.Ε.Α.Σ.Α.Φ.Ε.Ε). Τόσον οι Τ.Α.Κ.Π. όσον και οι Α.Ε.Α.Σ.Α.Φ.Ε.Ε. μετά τριήμερον αφασίαν και αϋπνίαν και ενώ εσυνεχίζοντο οι λαχανιασμοί, αι καρδιακαί ταχυαρρυθμίαι, το πάνιασμα χειλέων και προσώπου, με τρεμάμενας χείρας εδιηγούντο τα καθέκαστα και η φήμη του τέρατος εξαπλούτο λίαν ταχέως, ουχί μόνο εις τας περιοχάς Βαυαρίας και Τυρόλου μα και μεταξύ Σουηβών, Πολωνών, Βυρτεμβεργίων και άλλων Τευτονικών και Σλαυικών φύλων. Ορισμένοι εξ αυτών υπερέβαλον τα μάλα, ομιλούντες περί τετρακεφάλου δαιμονικού φέροντος αιχμηρούς οδόντας, εκπέμποντος πύρ και φλόμους εκ του στόματος,κραυγάζοντας δήθεν "Γκράουαρρρ Μπουργκόϋερ Μουλάμπα Κανιέμπα Φαραντούρρ!", λόγια που, βεβαίως, ποτέ δεν εξεστόμισε ο Φρούμελ.
       Με τα χρόνια βέβαια κατάλαβαν όλοι πως επρόκειτο περί καλοκαγάθου και ουχί μισανθρώπου υπάρξεως και όλοι επεζήτουν να τον εσυναντήσουν. Εθεωρείτο μάλιστα πολύ γουρλίδικο να πεταχτεί αίφνης μπροστά σου ώστε τα προσφιλή πρόσωπα ηύχοντο εις τους προς ταξίδιον αναχωρούντες "Γκέε μιτ Φρούμελ" ή "Γκούτεν Φρούμελ άουφ ντεν βέγκ", ¨ητοι "Ο Φρούμελ μαζί σου" και "Καλό  Φρούμελ στη στράτα σου". Οι τυχεροί που τονε συναντούσαν σταμάταγαν να του κάνουν παρέα κι αυτός τους μιλούσε για τους αστερισμούς και πως γεμίζει το φεγγάρι, για την επίδραση του αποσπερίτη στους έρωτες, για βότανα και γιατρικά και μαγικές στάχτες, για νάνους που γουργουρίζουν και κοροϊδεύουν τους κυνηγούς, για την πρωϊνή δροσιά και τη σημασία της για την επιδερμίδα των Νιμπελούνγκεν, για τους μεσημβρινούς των Δρυϊδιδων απ'όπου μπορούσαν να σου μιλήσουν αλλοεθνή ξωτικά π.χ. ο Πουκ κι ο Ομπερόν και που μέσα από αυτούς στέλνανε Αλβιονική υγρασία στους Τεύτονες αερικούς, με το αζημίωτο βέβαια γιατι κι αυτοί τους στέλνανε Τυρολέζικα βελανίδια και εντελβάις για τις νεραϊδούλες τους. Σε κάποιον τακτικό επισκέπτη μάλιστα, φίλοι πια και που του είχε εμπιστοσύνη, έδωσε την συνταγή ενός ποτού που είχε μαστορέψει ο ίδιος να την εκμεταλευτεί καταπώς νομίζει. Το ποτόν αυτό παρήχθη εργοστασιακώς, εγνώρισε δε αξιόλογον επιτυχίαν. Παραδόξως, τα τελευταία χρόνια, εξηφανίσθη από τις προθήκες ποτοπωλείων και μπαρ, εσυγκαταλέγετο πάντως εις τα αφροδισιακώς δρώντα, ως συνάγεται εκ λαϊκού τινός άσματος : "Θα πιούμε και ουίσκι, θα πιούμε και σαμπάνια, θα πιούμε τζιν και φρούμελ, θα πιούμε και μπανάνα, Αθηναίϊσα...".
   Oταν γαντζώθηκαν για τα καλά στην εξουσία εκείνες οι νευρωτικές ξανθόψειρες οι νατσιονάλσοτσιαλίστεν που σε κοιτάγανε στα δόντια να δούνε άμα τους κάνεις για τη χιλιόχρονη αυτοκρατορία τους, στήσανε κάμποσα στρατόπεδα συγκεντρώσεως κι άρχισαν να μαντρώνουν όσους δεν τους καλαρέσανε, τους θανατώνανε αφού πρώτα μένανε πετσί και κόκκαλο και μετά τους καίγανε σε κάτι φούρνους και τους κάνανε σαπούνια. Ο Φρούμελ ούτε ξανθός ήτανε, ούτε άρειες αναλογίες είχε κι έτσι πήρε κι αυτός την άγουσαν μαζί με τσιγγάνους, κομμουνιστές, ανάπηρους, κοντούς, Εβραίους, φιλελεύθερους κι άλλους παράξενους. Να, τέτοιες παλιανθρωπιές κάνανε οι τσογλαναράδες! Απ' την άλλη πάλι, σκέφτομαι, αν ζούσε σήμερα ο Φρούμελ μπορεί και να τον κάνανε αξιοθέατο και νά' ρχονταν τίποτε κακομαθημένα παιδαρέλια με τις μαμάδες τους, να του πετάγανε φυστίκια και να γελάγανε μαζί του, κι αυτό δεν θα το άντεχε ο καημένος, θα πάθαινε στεναχώρια και θ' αυτοκτονούσε. Ισως είναι καλύτερα έτσι!

Παράρτημα.

Σώζεται ένα σχετικό δημοτικό τραγούδι, σε μουσικό ύφος σονέτου του περασμένου αιώνα, με τους χαρακτηριστικούς Τυρολέζικους λαρυγγισμούς (Jodeln). O στιχουργός παραμένει άγνωστος και, όπως τα περισσότερα δημοτικά, υπέστη αλλοιώσεις και προσθήκες στην πορεία του χρόνου. Στην τρίτη στροφή π.χ. είναι σαφής μια "αναχρονιστική" προσθήκη που δεν μπορεί να χρονολογηθεί πριν από το μεσοπόλεμο.

Μπήκα στο Μέλανα Δρυμό
μ'έναν πολύ βαρύ καημό
ψάχνω να βρώ το τέρας
ο δυστυχής πατέρας.

Είμαι ο Φρούμελ ο πρεσβύτερος
χαλκόχρους - ένεκα ο ίκτερος
σε όλους προκαλεί το δέος
ο υϊός μου ο Αμεδαίος.

Εγέννησα ένα μονστέρ
που βρυχάται σαν τρακτέρ
εγέννησα ένα τέρατον
γαμώ το κέρατον.

Περιεχόμενα




Εφιάλτης στο δρόμο με τις λεύκες.


Μετά την προδοτική ξενδιαντροπιά του ο Εφιάλτης κατέφυγε στην αυλή του Ξέρξη μα δεν έμεινε και πολύ γιατί έπεσε σε μια χωροχρονική ρουφήχτρα, μια σωλήνα - ας το πούμε έτσι- που τον ήπιε καλά καλά και τον έφερε κάπου στο χίλια εννιακόσια τόσο, στην οδό Καραβαγγέλη, με την Περσική την κελεμπία του, την τιάρα του -φτου του τού αλήτη - και το ένα σαντάλι του (το άλλο έμεινε μέσα στη δίνη κι από τότε ταξιδεύει στο αχανές του χρόνου). Η οδός Καραβαγγέλη - ως γνωστόν - είναι τίγκα στη λεύκα κι όπως ήταν και άνοιξη έβγαζαν χνούδια και τον έπιασε η αλλεργία του τον Εφιάλτη και τζούζανε τα μάτια του και αψιού και γκούχου γκούχου, κόντεψε να πνιχτεί απ' το βήχα. Και δεν έφτανε αυτό μα τον περιλαμβάνουνε και κάτι σύγχρονοι στρεπτόκοκκοι του 20ου αιώνος, και, όπως ήταν αυτός με τα αρχαία αντισώματα μαυρίσανε τα πνευμόνια του, ψήθηκε στον πυρετό κι έφτυνε να κάτι τάληρα αίμα που τονε σιχαθήκανε οι Καραβαγγελιώτες και τον έδιωξαν κι από τότε δεν έχει πού την κεφαλήν κλίναι.
     Ετσι, για να μη νομίζετε ότι δεν τιμωρήθηκε αυτός ο αχρείος.


Περιεχόμενα




Το Κρουγκερέϊκο.

Eτυχε να γνωρίσω κάποτε τον Φρειδερίκο Κρούγκερ, ναι, αυτόν για τον οποίο πλείστες όσες ταινίες έχουν γυριστεί γεμάτες συκοφαντίες και ανακρίβειες. Λένε γι αυτόν οι σκηνοθέτες πως τάχα έμπαινε στον ύπνο των παιδιών (από πού και πώς δεν μας λένε αυτοί οι "κύριοι"), στα όνειρά τους, και τα τσίμπαγε με πυρωμένες μασιές, τα τρύπαγε το μυαλό με Black & Decker, τους έκοβε ένα ένα τα δάχτυλα ενώ αυτά ουρλιάζανε από τον πόνο, τους έχυνε τα μάτια με κουτάλι, τα χαράκωνε με ξυράφια και αλάτιζε τις πληγές και, γενικά -μην τα πολυλογούμε - έκανε πάνω τους, λένε, τέτοιες φρικαλεότητες που ξεχειλίζανε από το όνειρο και τα παθαίνανε και στ' αλήθεια.
      Αυτά εγώ δεν τα πιστεύω γιατί όπως σας είπα τον γνώρισα και δεν είναι τέτοιος άνθρωπος. Δε λέω, ίσως σαν παιδί νά'ταν αλητάμπουρας, να σημάδευε τις γάτες με το αεροβόλο ή να τους έδενε τενεκέδια στην ουρά, μπορεί και να σφαλιάρωνε τίποτε μυξιάρικα της γειτονιάς ή και να τους έκλεβε τις μπίλιες, αλλά τέτοια κόμπλεξ και εγκλήματα που του καταμαρτυρούνε αποκλείεται.
     Oταν έγινε κι αυτός αντράκι κατέβηκε για διακοπές στην Κρήτη από το Βούπερταλ, του άρεσε κι έμεινε. Στην αρχή πούλαγε χαϊμαλιά και βραχιολάκια στις παραλίες, μετά άνοιξε κιόσκι με μπύρες και πεπσικόλες στα Μάταλα. Είχε και Φάου Βε Καίφερ με τρύπα στην εξάτμιση και χαλούσε τον κόσμο και γουστάρανε τα κοριτσάκια βόλτα με φασαρία "Ουάου","Γκάιλ! Βούντερμπαρ!". "Σιέν,για ;" απαντούσε αυτός.
    Την περνούσε μποέμικα και παραλιακά με φωτιά και κιθαρίτσα και νυχτερινά μπάνια. Ωσπου γνώρισε το Ρηνιό απ' τα Μυλοποταμίτικα, το γλύκανε με τις τσάρκες και με όλα αυτά αλλά τη δάγκωσε για καλά τώρα, τα πράγματα ήταν σοβαρά κι άλλο τίποτα δε σκεφτόταν. Χώρια που δεν πήγαινε άλλο στα μουλωχτά. Μυλοπόταμος είναι αυτός και κρίμα να βρεθείς στα καλά καθούμενα με καμμιά τρύπα στο κεφάλι. Ξεκρεμάει λοιπόν τα σκουλαρίκια, ξυρίζεται, κουρεύεται, σινιάρεται και πάει στο σπίτι της Ρηνιώς.
 -Χερ Σήφης,το Φροϋλάιν Ιρίνα το αγκαπώ! Τέλω μείνω πάντα Κρέτα τσουζάμεν με Ιρίνα.
  Ο Σήφης -ο μπαμπάς- προκαταλήψεις δεν είχε, τον είδε ευθύ άνθρωπο με το μάτι καθαρό και την έδωσε.
     Γρήγορα τον αγάπησε το χωριό έτσι γλυκός και καλόψυχος που ήτανε. Δουλευταράς, πήρε τα κτήματα του Σήφη, τα πρόκοψε και τ'αυγάτισε. Μπήκε γραμματέας στο συνεταιρισμό, ξεμπρόστιασε κάτι μπαγαπόντηδες που ροκανίζανε και τον νοικοκύρεψε.Τον βγάλανε πρόεδρο της κοινότητος, και τι πρόεδρος! δυναμικός και τίμιος τον σεβόντουσαν και τον τρέμανε οι Αρχές. Σαν παράγινε το κακό με τους βουλευτάδες που περνάγανε, τάζανε λαγούς με πετραχήλια κι ούτε τον καφέ τους δεν πληρώνανε -όχι γέφυρα να χτίσουνε στο ρέμα- πάει με νεύρο στο νομάρχη, τον κοιτά ίσια στα μάτια και χτυπάει τη γροθιά στο τραπέζι:
  -Γεφυρούνγκεν!!!
Την άλλη μέρα ήρθαν οι μπετονιέρες.
   Δίπλα στο γεφυράκι είχε ένα κτήμα προίκα, πνιγμένο στο πλατάνι και τη βαλανιδιά, πούντιαζες απ' τη δροσιά στο κατακαλόκαιρο. Εστησε λοιπόν ένα ωραίο κεντράκι για καφέ, για ποτό και για γλέντι και για φαϊ που δε σού 'κανε καρδιά να φύγεις. Καφεζυθεστιατόριον "ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ". Φρειδερίκος Κρούγκερ.
   Το κεντράκι του Φρέντυ, σαράντα και χρόνια, έγραψε ιστορία στην περιοχή. Γάμοι, γλέντια, βαφτίσια, Πρωτομαγιές, όλοι τον μάθανε, "Κέρασε τσι μια ρακή Φρέντυ", με όλους καλαμπούρια, κατεβαίνανε κι οι φίλοι απ' τη Γερμανία τα καλοκαίρια "Νοχ άιν μπίαρ Φρέντυ!", το κλείνανε τότε για κανα τριήμερο για γκάζια με τις BMW τις Boxer που κατεβάζανε. Ενας τους μάλιστα πήρε κορίτσι απ' το χωριό και το 'κανε Γερμανίδα στο Βούπερταλ.
   Το Ρηνιό τού 'κανε έξι λεβέντες που τους ζηλεύανε, κι αυτοί, σα μεγαλώσανε, γεμίσανε τον τόπο εγγόνια κι εγγόνες.
 -Ιντα λεβεντιά μωρέ το Κρουτζεράτσι,πράμα δεν τ' άφησε μαθές του πάππου του!
Κι άμα χορεύανε και καμμιά σούστα εσείονταν το μαγαζί απ' τις μπαλοθές . "Να ζήσει το Κρουγκερέϊκο από τον Άνω Μυλοπόταμο!"
   Μονάχα σαν πέρασαν τα χρόνια και του πήρε ο Θεός τη Ρηνιώ, φεύγαν κι οι φίλοι του ένας ένας, έγινε κι αυτός λίγο παράξενος, ¨εχασε το γέλιο του, σκυθρώπιασε και δεν τού 'παιρνες καλημέρα. Δεν τ' αρέζανε άλλο τα γέλια κι οι κουβέντες στο μαγαζί κι άμα καμμιά παρέα ερχόντανε στο κέφι δεν τη σερβίριζε άλλο, σα να τους έλεγε "φύγετε". Κρέμασε και κάτι νταμπέλες ζωγραφισμένες δικές του  "Oταν τρώμε δεν μιλάμε", "Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι", "Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει", και μια τρίγωνη που ξήλωσε έξω από το νοσοκομείο, με την αδελφή να κάνει σσστ! με το δάχτυλο στα χείλη. Το μαγαζί άλλαξε όνομα,έγινε "Η Μουσική των Υδάτων" κι από τότε πάνε μόνο ερωτευμένα ζευγαράκια, κοιτάζονται στα μάτια, πιάνονται χεράκι κάτω απ' το τραπέζι κρυφά κι αυτό τους φτάνει. Κι ο Φρέντυ κάθεται στητός στην καρέκλα δίπλα στην πόρτα, αγέρωχος σαν τις βαλανιδιές του και περιμένει πότε θα τον πάει ο Θεός κοντά στο Ρηνιό του. Μα όχι πως θα το κάνει και μόνος του γιατί πέρα από αμαρτία είναι κι ολιγοψυχιά.
    Και να τι θέλω να πώ μ' όλα αυτά: Οι Κρητικοί δεν έχουν πρόβλημα με τους Γερμανούς άμα έρχονται σα φίλοι και είναι εντάξει ανθρώποι. Αλλά, πάλι, άμα πηδούνε με τ' αλεξίπτωτα και γυρεύουνε καυγάδες, έ!, θέλουν και τα παθαίνουνε.


Περιεχόμενα








Λέ Καρεκλέρ.

O θρυλικός ανθυπολοχαγός Γουσταύος Γαϊδούρ ευρισκόμενος εν μυστική αποστολή άκρας μυστικότητος,φέρων δε υλικόν Αμερικανικής κατασκευής και προελεύσεως, ήτο ολομόναχος ως η καλαμιά στον κάμπο σε μία πόλη της οποίας το πραγματικό όνομα δεν μου επιτρέπεται να πώ.
   Καθόντανε εις την καφετερί "Μπλού" για μπυρίτσα κι αμέσως πλακώνανε απ' τα δίπλα τραπέζια "Μπορώ να πάρω την καρέκλα ;" ο ένας, "Χρειάζεται η καρέκλα ;" ο άλλος, "Λε καρέκλ σιλ βου πλέ ?" ο τρίτος, σε δυό λεπτά απόμενε αυτός και το τραπέζι. Ρε συ, λέει ,εγώ έχω ταλέντο! Φορτώνει μια Τουότα Χαϊλούξ άσπρη καρέκλα πρεσσαριστή Ελβιπλάστ και παίρνει τους δρόμους. "Καριέκλεεες,ουραίες καριέκλεεες" ,"Λε Καρεκλέεεερ", "Βούντερμπάρε καρέκλεεεν" αλλά πού! Τζίφος! Γιατί στο ζήτουλο στην καφετερί είναι τζάμπα, αλλά να βάλουνε το χέρι στην τσέπη δεν το βάζουνε, οι γύφτουλες, λες κι έχει καβούρια.



Περιεχόμενα






To Στρατόπεδο Της Αγριας και Ανομολόγητης Ηδονής



Aν και είχε μπεί πια για τα καλά πια ο Απρίλης, ο καιρός ήταν βαρύς και μια πηχτή ομίχλη θάμπωνε τα τζάμια ώστε οι στρατιώτες, στριμωγμένοι στο παράθυρο κοντά στη σόμπα, με δυσκολία διέκριναν το ασυνήθιστο θέαμα : το λοχαγό του 2ου να μπαίνει μαρσάροντας από την πύλη, όχι με τη γνωστή Alfa με τα φαρδιά λάστιχα αλλά σούζα πάνω σε παπάκι έτσι που το πίσω φτερό κι η εξάτμιση σέρνονταν στην άσφαλτο και πέταζαν σπίθες. Οι σπίθες ήταν το μόνο που φαινόταν καθαρά μέσα στην ομίχλη ενώ το αδρό περίγραμμα του λοχαγού μόλις που αχνοφαίνονταν δίνοντας στην όλη εικόνα μια νότα μυστηρίου. Και ξαφνικά τα ουρλιαχτά του λοχαγού έσκισαν την υγρασία και σκέπασαν το μαρσάρισμα και τα μπουμπουνητά της σόμπας.
"Κουφάλεεεες...... Καριόλεεεεες.... θα σας δείξω εγώ τι θα πει Υγειονομικό ρεεεεε....".
    Αμέσως έδωσε διαταγή στο τηλεφωνείο και μια γοτθική φούγκα ακούστηκε από τα μεγάφωνα, στη διαπασών και παραμορφωμένη, ίδιος ο ήχος της αποκαλύψεως. Με βήμα αργό και επιβλητικό ανέβηκε ένα ένα τα σκαλιά, στάθηκε στο κεφαλόσκαλο, άπλωσε τα χέρια κι έμεινε έτσι ακίνητος, ενώ τα φώτα του λόχου από πίσω του πρόβαλλαν το περίγραμμά του στην απογευματινή ομίχλη. Σιγά σιγά το μισοσκόταδο γέμισε κακομοίρικες σκιές που ξεφύτρωναν από κάθε γωνιά του στρατοπέδου και συνέρρεαν, σέρνοντας τα κουρασμένα μέλη τους, σκυφτοί κι αξιολύπητοι φτωχοδιάβολοι, μπροστά στο 2ο λόχο, ώσπου παρατάχτηκε εκεί λίγο λίγο ολόκληρο το τάγμα με αξιοθαύμαστη στοίχιση και ζύγιση, κι όλα αυτά χωρίς παραγγέλματα, φωνές, απειλές και γαμοσταυρίδια, και λίγο λίγο τα κορμιά πετούσαν από πάνω τους την κούραση και τη δυστυχία ώσπου όλοι κατέληξαν σ'ένα μεγαλειώδες, περήφανο "παρουσιάστε", ενδεείς και ανατριχιασμένοι μπροστά στην καταληψία του λοχαγού. Η μουσική σταμάτησε απότομα κι επικράτησε απόλυτη σιγή, ενώ τα μηνίγγια όλων σφυροκοπούσαν από την ένταση της στιγμής.
   Ευτυχώς σύντομα ο λοχαγός κλώτσησε και ξανακύλισε το κουβάρι του χρόνου, κατέβασε τα χέρια κι άρχισε να μιλάει με φωνή σπηλαιώδη και χθόνια, έτσι όπως κανείς μας ως τότε δεν τον είχε ξανακούσει.
 -Τάγμα....επ'ώμου....άρμ ! Παρά πόδααα...άρμ ! Ημιιιιανάς.! Σήμερα θα σας διηγηθώ την ιστορία του Αθηνόδωρου Περπατούλη, μια ιστορία ίσως όχι και τόσο ενδιαφέρουσα, μα απ' αυτές που πρέπει να λέγονται πού και πού για να θυμούνται οι παλαιότεροι και να διδάσκονται οι νεότεροι. Μια ιστορία χωρίς ηρωϊσμούς, καυτά πάθη, φόνους και γρήγορα αυτοκίνητα. Μια ιστορία που δεν γράφτηκε για Best Seller, μια ιστορία βγαλμενη απ' τη ζωή. Αθηνόδωρος! Σοφός δηλαδή ; Τον προίκισε με τα δώρα της η θεά Αθηνα; Δεν ξέρω! Δεν μπορώ εγώ να τον κρίνω! Ετσι τον βάφτισε ο παπα Λιάκος ο ξεδοντιασμένος από την Aνω Βρύση γιατί έτσι λέγανε και τον παππού του, κι από κει και πίσω δεν ξέρω, όσο κι αν έψαξα δεν μπόρεσα να μάθω. Περπατούλης! Περπατούσε λοιπόν ; Να το ερώτημα!!! Εγώ τουλάχιστον ποτέ δεν τον είδα να περπατάει. Συγκεκριμένα δεν τον είδα ποτέ να κάνει τίποτε απ' αυτά που κάνουμε όλοι εμείς οι καθημερινοί άνθρωποι. Για να πώ την αλήθεια δεν τον έχω δει ποτέ, ούτε κι άκουσα ποτέ τίποτα γι' αυτόν. Γιατί λοιπόν τόσος λόγος για τον Αθηνόδωρο Περπατούλη, το μοναχικό πότη με την πληγωμένη καρδιά και τη φλογερή παρουσία; Γιατί τόσος λόγος για τον ευγενικό αυτό συνομιλητή με τις σταθερές κινήσεις και το πικρό χαμόγελο στη ματιά; Δεν ξέρω! Ακόμη κι αν με υποβάλετε στα φρικτότερα βασανιστήρια δεν πρόκειται να πάρετε λέξη από μένα! Και δεν θά'ναι από παλληκαριά, αυταπάρνηση ή εγωϊσμό. Πιστέψτε με δεν ¨εχω ιδέα...... γκζζζ... ζιπ .... μπλιπιμπλοπ..... φφφζζζ... Απορίες; Ερωτήσεις; βζζζζ.. ..γκλονγκ...τους ζυγούς λύσατε... τζζζ... μπζιιιτ... ζουφ...
     Oλοι, συγκλονισμένοι, μουδιασμένοι ακόμη, επέστρεψαν στην υπηρεσία του έθνους, ο καθείς εφ' ώ ετάχθη, άλλος στα μαγειρεία, άλλος στις τουαλέττες, άλλος να ξυριστεί και να πλύνει τα πόδια του. Eνας έξυπνος παρατηρητής παντως εύκολα θα καταλάβαινε πως κάτι άλλο πήγαινε να πει ο λοχαγός. Μόνο που, να ,μόλις άνοιξε το στόμα του, λες και κάποιος άλλος μιλούσε από μέσα του, κάποιο δαιμονικό ίσως ή κάποιος Aγγελος της Αποκαλύψεως. Άσε που και οι κινήσεις των χειλιών δεν ταίριαζαν με τα προφερόμενα λόγια, σαν κακοντουμπλαρισμένη ταινία. Oπως και νά' χει, απο τότε ο Αθηνόδωρος Περπατούλης ήταν το καθημερινό θέμα του στρατοπέδου.
 -Τα μάθατε ; Ο Αθ. Περπατούλης το και το!
 -Α,τι μου λές ; Πω πω! Μπροστά μου να τό' βλεπα δεν θα το πίστευα!!
Άμα χανόταν κάτι,τόχε πάρει ο Αθ. Περπατούλης.
 -Ρε το μπαγάσα,τι σκαρώνει πάλι... Κι άμα το ξαναβρίσκανε:
  -Εγώ σας τό'πα ρε σειρούλες, ο Αθηνόδωρος είναι γαμώ τα παιδιά! Μια πλακίτσα έκανε και το ξανάφερε.Δεν είναι κλέφτης ο άνθρωπος!
  -Ωραίο το φαϊ σήμερα!
  -Ε,βέβαια,αφού το μαγείρεψε ο Αθ.Π. Και,ξέρεις ε ; Η συνταγή είναι δικιά του.
  -Καψιμιτζή,δώσε το δεκάρικο μη σ' αναφέρω στον Αθ.Περπατούλη.
  -Κομβιώσου ρε μαλάκα, τι θές, να σε δεί έτσι ο Αθηνόδωρος Περπατούλης;
Η φρουρά ήταν κάθε μέρα γυαλισμένοι στην τρίχα, κλαρίνο προσοχή τα νούμερα, με το μάτι άγριο, κι αλοίμονο στον εφοδεύοντα που δεν θά' λεγε τα συνθηματικα με τη δέουσα σοβαρότητα. Γιατί, σου λέει, άμα κάνει καμμιά έφοδο ο Αθηνόδωρος Περπατούλης;
Το ίδιο άψογα κάθε μέρα κι οι καθαριότητες, ο μάγειρας πάντα με ποδιά και σκούφο, τα λαχανικά χωρίς ίχνος χώματος, τα μαχαιροπίρουνα καθημερινώς στον κλίβανο. Πεντέξι άτομα ασπρίσανε με δική τους πρωτοβουλία όλους τους λόχους, μέσα κι έξω, κι όταν πήγε να τους δώσει τιμητική ο Διοικητής αρνήθηκαν. Τους αρκούσε μια καλή κουβέντα απ'τα χείλη του Αθηνόδωρου Περπατούλη. Μια μέρα δυό εξοδούχοι άργησαν να γυρίσουν κι όλοι τους πήρανε στο ντού και στο γιούχα.
-Ε,ρε,και νά'μουνα εγώ ο Αθηνόδωρος Περπατούλης να σού'σκιζα τα ματάκια, κωλόψαρο!
   Με τον καιρό οι φήμες φούντωναν για τα καλά.Μερικές το μόνο που φανέρωναν ήταν η κακοήθεια αυτών που τις κυκλοφορούσαν. Πως τάχα ο Αθηνόδωρος Περπατούλης ήταν τρία μέτρα ψηλός με μυτερά σάπια δόντια στο ένα κεφάλι και κόκκινα μάτια στο άλλο, ή, ότι το ένα του πόδι ήτανε, λέει,βιονικό κι άκουγες το γκλάνγκαγκλούνγκα όταν περπάταγε. Oτι ήταν άσχημος και κομπλεξικός, με τρίχες στ' αυτιά και στα ρουθούνια, γεμάτος πυώδεις κρεατοελιές, φαφούτης και ψωριάρης. Oτι έτρωγε ζωντανά ποντίκια και μπάμπουρες, σαρανταποδαρούσες και κάμπιες. Κάποιος μάλιστα τόλμησε να πεί πως παραασχοληθήκαμε με την αφεντιά του και δεν αξίζει τον κόπο, άσε που κανείς μας δεν τον είδε και το πιθανότερο είναι να μην υπάρχει καν!!! Φυσικά αυτός ο αχρείος απομονώθηκε αμέσως απ' όλους και τά' παιξε τελείως, ευτυχώς που του δώσανε μετάθεση, αλλοιώς ή ακοολικός θα καταντούσε ή με τρελόχαρτο. Πάντως, κατα γενική ομολογία ο Αθηνόδωρος Περπατούλης ήταν ψηλός, με μεγαλοπρεπές παράστημα, θεληματικό πηγούνι, γκρίζους κροτάφους, με κοφτερό μάτι ,πρόσχαρος μα συγκρατημένος, μ' ένα αχνό μειλίχιο μειδίαμα να ομορφαίνει το αγέρωχο ύφος του, μα πάνω απ' όλα δίκαιος, πιο δίκαιος κι απ' τον Αριστείδη.
   Την Πρωτοχρονιά ένα κομμάτι κοβόταν πάντα στ' όνομά Του και φυσικά όλοι "φρόντιζαν" να βρίσκει πάντα το φλουρί. Από σεμνότητα βέβαια ποτέ δεν ήρθε να το πάρει.Λέγεται πως είδε κάποτε ένα στρατιώτη λυπημένο και κατάλαβε πως μάλωσε με τη φίλη του. Κίνησε τότε Γή και Ουρανό να μάθει το τηλέφωνό της, της μίλησε για το πόσο πολύ την αγαπά ο νέος και πόσο στενοχωριέται, κι αυτή συγκινημένη τον ξανάβαλε στην καρδιά της. (Τέτοια καψώνια κάνουνε οι γυναίκες στ' αγόρια για να δοκιμάσουνε την αγάπη τους. Ο Αθηνόδωρος Περπατούλης όμως έπαιζε στα δάχτυλα τη γυναικεία ψυχολογία.). Μια άλλη φορά που κλέψαν το όπλο ενός σκοπού, έτρεξε, βρήκε κάτι Λιβανέζους που γνώριζε από τη Λεγεώνα των Ξένων, αγόρασε ένα G3, χτύπησε και τα νούμερα του κλεμμένου, το άφησε κρυφά στον οπλοβαστό κι έτσι τη γλίτωσε φτηνά το παιδάκι πού 'ταν κρίμα να σαπίσει στις φυλακές.
    Αυτά κι άλλα πολλά τα κατορθώματά του -ών ουκ έστιν αριθμός- και με τον καιρό άρχισαν δειλά δειλά οι προτάσεις για μετωνομασία του στρατοπέδου. Αφού τίποτα δεν ήταν πια όπως πριν, έπρεπε να αλλάξει και το όνομα. Ελα όμως που τα στρατόπεδα είθισται να βαφτίζονται με ονόματα ηρωϊκώς πεσόντων στο πεδίο της τιμής κι ο Αθηνόδωρος Περπατούλης χίλια καλά μπορεί να είχε, αλλά πεσών δεν ήτανε, πώς να το κάνουμε. Αφού λοιπόν όσοι υπηρετούσαν εκεί τη βρίσκανε αγρίως, μ'όλο που δεν το πολυομολογούσανε από σεμνότητα, ονομάστηκε "Στρατόπεδο Της Αγριας και Ανομολόγητης Ηδονής".
   Με όλα αυτά δεν άργησε να γίνει πρότυπη μονάδα με τα σχετικά εύσημα του Γενικού Επιτελείου. Η θέση του Διοικητού του "Σ.Τ.Α.Γ.ΑΝ.Η" ήταν περίοπτη και ζηλευτή, απο κεί συνήθως μετά γινόσουν αρχηγός επιτελείου, καμμιά φορά και Υπουργός Εθνικής Αμύνης, κάποιος μάλιστα έγινε Πρόεδρος της Δημοκρατίας! Αυτό χάρισε στη μονάδα μια σχετική αυτονομία, όπως οι Γρεναδιέροι ή το μουσάτο τμήμα της Ισπανικής Λεγεώνας. Είχε πια τη δική της παράδοση, το δικό της κώδικα τιμής, το δικό της εσωτερικό κανονισμό. Μερικά πράγματα που αλλού θα ήταν απαράδεκτα εκεί ήταν πρωτόκολλο, όπως γίνεται π.χ. με τους τσολιάδες. (Για φανταστείτε άλλο σύνταγμα με καλτσοδέτες και φουστίτσες baby doll...) Για τη σύνταξη λοιπόν του πρωτοκόλου αλλά και για τη διοίκηση συγκροτήθηκαν κάποια σώματα με ιδιόρρυθμη δομή : Το Κονγκλάβιον της Σαρδέλλας του οποίου τα μέλη, λαϊκής προέλευσης τα περισσότερα, κουβαλούσαν τα πιο αγνά, παράξενα κι ετερόκλητα μεράκια και γούστα, καπρίτσια παιδικά -παιδιά ήταν άλλωστε οι περισσότεροι, ανάμεσα 20 και 22- εφηβικά κολλήματα και ακρότητες της ηλικίας. Ερχονταν αναγκαστικά σε τριβή με τους οπλίτες,ζυμώνονταν μαζί τους με φιλίες, συμπάθειες κι αντιπάθειες και, θέλοντας και μη μετέφεραν έτσι και τις προτιμη σεις τους στο διοικητικό μηχανισμό. Πιο πάνω ιεραρχικά βρίσκονταν η Τράπεζα του Αργυρού Αστερισμού. Σαφώς μεγαλύτεροι σε ηλικία, με στρωμένη οικογενειακή ζωή και η φροντίδα τους ήταν κυρίως το σπίτι τους. Επέβλεπαν την τήρηση της ημερήσιας διαταγής που καθόριζε το Κονγκλάβιο της Σαρδέλλας, που είχε -ας πούμε- την νομοθετική εξουσία. Oλα δούλευαν υπό τη διακριτική κηδεμονία του Περίλαμπρου Χρυσού Αστέρος,που, συνήθως, τά' χε τα χρονάκια του και ήταν καιρός να φεύγει για κανένα επιτελείο. Ετσι, το μυαλό του αλλού πετούσε και σπανίως αρνιόταν την υπογραφή του.
   Το παιχνίδι λοιπόν παιζόταν στο Κονγκλάβιον της Σαρδέλλας. Οι συνεδριάσεις ήταν θυελλώδεις, αφού οι προτάσεις του καθενός -και των οπλιτών που εκπροσωπούσε- συχνά ήταν ασυμβίβαστες. Oταν η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο κατέληξαν στη Σολομώντεια λύση της κυλιόμενης διακυβέρνησης.Συνέταξαν ένα ελαστικότατο πρωτόκολλο - πλαίσιο και μετέθεσαν την εξουσία σ' ένα μονομελές όργανο του οποίου τη θέση έπαιρναν εκ περιτροπής όλοι ,ο καθένας για μια μέρα, τον Από το Ξημέρωμα Υπατο Προσωπάρχη (ΑΞΥΠ). Στο γραφείο του εκάστοτε ΑΞΥΠ μπαινόβγαιναν οι κολλητοί του ζητώντας το ένα και το άλλο ώστε η κάθε μέρα ήταν ανεπανάληπτη. Σήμερα η σημαία σηκωνόταν με το "Σύλλογος μεγάλος, δεν υπάρχει άλλος" και το άγημα φoρούσε αντί για χιτώνια μπλουζάκια με άσπρες - πράσινες ρίγες και τριφύλλια, αύριο με το "Sex & Drugs & Rock'n'Roll", μεθαύριο με το "Δεν πάω πουθενά" κ.ο.κ. Το εγερτήριο πότε "Get up, stand up", πότε "Γλυκοχαράζουν τα βουνά" κ.λ.π. Η στολή της ημέρας σπανίως ήταν η πράσινη παραλλαγή, κι αυτό μόνο αν ήταν νυσταγμένος ή κακόκεφος ο ΑΞΥΠ. Πότε μπλουζάκι μαύρο "Metallica" με ριγέ κολλητό παντελόνι και μαλί ως τη μέση -το ΚΨΜ πουλούσε και περούκες- , πότε λουλουδάτο πουκάμισο,τζην και σνίκερς και φαβορίτα, πότε παραμάνες στ' αυτιά και τη μύτη, μπλουζάκι "Νo Future" κι ο χαιρετισμός απονέμονταν με σφιγμένη τη γροθιά και προτεταμένο το μεσαίο δάχτυλο. Το πρωϊνό ρόφημα έγινε Django προς τιμήν ενός Λατινοαμερικάνου Κομαντάντε, ο δε καψιμιτζής προσφωνούνταν υποχρεωτικά Don Jose Mari Juana. Νέα αντικείμενα προσετέθησαν στην εκπαίδευση, όπως μελισσοκομία, ποιμαντική, βελτίωση ζωϊκής παραγωγής, μουσική, λαογραφία, ιστορία της τέχνης, φιλοσοφικά σεμινέρια, Τaek Wo Do, αγιογραφία, καλαθοπλεκτική, marketing, κ.α.
    Με τα μελίσσια και τα κοπάδια που απέκτησε η μονάδα για εκπαιδευτικούς λόγους αλλά και για λόγους οικονομικής αυτοτέλειας, προέκυψε η ανάγκη συχνών μετακινήσεων. Κάθε τόσο πηγαίνανε για σκηνάκια, τη μία στο βορά όταν άνθιζαν τα κωνοφόρα την ¨αλλη στο νότο που έβγαινε το θυμάρι, την άλλη όπου είχε παχύ χορτάρι για βοσκή. Οι εκστρατείες όλο και πληθαίνανε γιατί ολοένα προστιθονταν καινούριες δραστηριότητες, όπως παραστάσεις Καραγκιόζη και λαϊκού θεάτρου στα χωριά, συλλογή βοτάνων για το μάθημα της πρακτικής θεραπευτικής, καταγραφή θρύλων και παραδόσεων για το μάθημα της λαογραφίας, εξερεύνηση σπηλαίων, αναζήτηση χαμένων θησαυρών και Αγίων Λειψάνων, μελέτες συγκριτικής μουσικολογίας, αναζήτηση αγνοουμένων, αντικαρκινικοί έρανοι, ώστε φτάσανε πια να διάγουν βίον νομαδικόν, ευρισκόμενοι σε διαρκή μετακίνηση.
   Κανείς ποτέ δεν ήξερε που βρίσκονταν οι άνδρες του Σ.Τ.ΑΓ.ΑΝ.Η. και το να τους συναντήσεις ήταν εξαιρετική τύχη. Αλλά και να συναντούσες μια διμοιρία -σκορπίζονταν για τις αποστολές κατα διμοιρίες μια και αλλοιώς δεν προλάβαιναν όλες τις δουλειές- δύσκολα τους αναγνώριζες. Απορροφημένοι απ' το έργο τους δεν δίνανε πια σημασία στην εμφάνιση και δεν ξεχωρίζανε σε τίποτε από τους άλλους πολίτες. Moνάχα κάτι αλαφροϊσκιωτοι Σαββατογεννημένοι τύχαινε αριά και πού να τους ανταμώσουν για λίγο, κι αυτούς κανένας πια δεν τους πίστευε -Ετσι κι αλλοιώς όλο για νεράϊδες και ξωτικά μιλούσανε κι ο κόσμος μπούχτισε πια να τους βλέπει να μπαίνουν αλαφιασμένοι στα καφενεία και να αραδιάζουν ένα σωρό αρλούμπες.
    Πέρασαν τα χρόνια και το Σ.Τ.ΑΓ.ΑΝ.Η. πέρασε κι αυτό στο μαγικό κόσμο των παραμυθιών, μαζί με τα Σαραηντάημερα, το Μούκα, τη μαγεμένη βασιλοπούλα, τα δαιμόνια και τις ξωτικές που σου κλέβουν τη φωνή. Οι ιστορίες του ζωγράφιζαν την έκπληξη στα μάτια των παιδιών, μα μόνο συγκαταβατικά χαμόγελα έφερναν στους μεγάλους. Ο ίδιος ο Περίλαμπρος Χρυσούς Αστήρ θα κατέβαζε, λέει, το φεγγάρι παιχνίδι στα χέρια του καλού παιδιού που έφαγε όλη τη σούπα του. Οι λεβέντες απ' το Σ.Τ.ΑΓ.ΑΝ.Η. θα φύσαγαν όλοι μαζί να φέρουν σύννεφα, να βρέξει και να καρπίσει η γής. Σαν λείπαν πρόβατα ή γελάδια, δεν τά' φαγε ο λύκος μήτε κλέφτες τα πήρανε, μόνο οι Σταγανίτες για να φάνε, και μόλις αυγατίσουν τα δικά τους θα τα φέρουν πίσω διπλά και τρίδιπλα. Αλυχτούσαν τα σκυλιά ; Οι Σταγανίτες θά' ναι εδώ κοντά και νά' μαστε περήφανοι που τίμησαν τα μέρη μας με την περπατησιά τους! Και,βέβαια, τα καλύτερα παιδιά πού' ταν πρώτα στο σχολειό, ακούγανε το μπαμπά και τη μαμά, τρώγανε όλο το φαϊ τους και δε λέγανε ψέμματα, σαν έρχονταν η κλαση τους τα παίρνανε Σταγανίτες κι όχι σε τίποτε κακομοίρικες μονάδες που πάνε οι μέτριοι, οι τεμπέληδες κι οι ανεπρόκοποι. Κι άμα θα παίρνανε με το καλό το απολυτήριο θά 'χαν χίλιες δυό ιστορίες να διηγηθούν και όλοι θα τους ζηλεύανε.
       Κάποτε έπαιζε κι η τηλεόραση μια διαστημική σειρά επιστημονικής φαντασίας με κούκλες, το "STAGAN 2010", όπου, λέει,ένας του λόχου διοικήσεως, που ασχολούνταν με κάτι παραξενιές, έφτιαξε μια χωροχρονική μηχανή και μ' αυτήν το τάγμα αλώνιζε τα σύμπαντα και μπλέκονταν σε αλλόκοτες περιπέτειες.
     Κι όπως γίνεται με όλους τους αμφίβολους μύθους, μια ομάδα φιλόδοξοι και παθιασμένοι εξερευνητές γυρίζανε από βιβλιοθήκη σε βιβλιοθήκη κι από αρχείο σε αρχείο, μουσεία, μοναστήρια και χωριά να βρούν ένα ακόμα στοιχείο εδώ, ένα έγγραφο εκεί, μια μαρτυρία, κάτι που να τους φωτίσει το δρόμο για την επίπονη κι επικίνδυνη αποστολή τους, να ανακαλύψουν το Σ.Τ.ΑΓ.ΑΝ.Η., όπως άλλοι ψάχνουν ακόμα για τις επτά πόλεις της Τσίμπολα, το Ιερό Γκράαλ ή τη χαμένη Ατλαντίδα. Δυστυχώς συχνά οι αφελείς αυτοι ερευνηταί έπεφταν θύματα επιτήδειων πλαστογράφων.
    Κάποτε, σ'ένα συνέδριο Κοινωνικής Ψυχολογίας παρουσιάστηκε μια ενδιαφέρουσα εργασία με τίτλο "Ο μύθος του Σ.Τ.ΑΓ.ΑΝ.Η. σαν φαντασιακό αντίδοτο στο άγχος προ της στρατεύσεως.". Στη μέση της διάλεξης μια ισχνή φιγούρα με ρουφηγμένα μάγουλα, τυλιγμένη σε γκρίζα καπαρντίνα, σηκώθηκε απότομα από το ακροατήριο, σιγοψιθύρισε "Τρίχες!" και αποχώρησε με φανερά αγανακτισμένο βήμα. Ηταν ο Αθηνόδωρος Περπατούλης!


Περιεχόμενα



Oι νευρωτικοί λοκατζήδες.


Μια φορά ήταν μια μοίρα λοκατζήδες, σκέτο άγχος βρέ παιδί μου, άλλο να σου λέω κι άλλο να τους βλέπεις. Άμα δεν πολεμάγανε δεν τους χωρούσε ο τόπος. Oλο κάμψεις παίρνανε, μεταβολάρανε, τρέχανε, φωνάζανε συνθήματα, ασπρίζανε τους λόχους, όλη μέρα προσκλητήρια και αναφορές, σκουλήκια είχανε στον κώλο και δε λέγανε να παλουκωθούνε πέντε λεπτά να ησυχάσουνε.
   Σκέφτεται κι ο Διοικητής -πολύ καλός άνθρωπος, παιδιά δεν είχε και τους φρόντιζε σα δικά του- θα μου αρρωστήσουνε οι κομάντος, να τους πάω να καταλάβουνε κανένα ύψωμα να εκτονωθούνε. Φορτώνουνε λοιπόν στα Ρέο σκηνές, καρέκλες, τραπέζια, όλμους, μπαζούκας, πολυβόλα, μαχαιροπήρουνα, πτυοσκάπανα, φάρμακα, πυρομαχικά, τραπεζομάντηλα, χειροβομβίδες, λάμπες θυέλλης, υπνόσακκους, σάντουιτς, γκοφρέτες, τσιγάρα και άλλα πολλά και στήσανε στρατόπεδο στη ρίζα ενός βουνού με πολλά υψώματα.
   -Ποιό θέλετε να καταλάβετε παιδιά ;
   -Oλα κύριε Διοικητά!
   -Aϊντε παιδιά μου,βούρ!
Και ορμάνε και γέμισαν τα λαγκάδια χαρούμενες φωνές "Φύγε,σε καλύπτω", "Στοιχείον έβαλε, κοίλον καθαρόν", "Εμπλοκή", "Πρώτη ομάδα άλμα τριάντα μέτρων", κι άμα βρίσκανε κανένα βράχο τον βαφτίζανε πολυβολείο του εχθρού ή άρμα και βαράγανε με τα ρουκετοβόλα και τα ΠΑΟ 106 -έτσι είναι οι νευρωτικοί, μαλώνουνε με τα φαντάσματα. Ως το μεσημέρι είχανε πάρει όλο το βουνό!
   -Κύριε Διοικητά, δεν το καταλάβαμε καλά, να το ξανακαταλάβουμε;
   -Να το ξανακαταλάβετε,παιδιά μου, το βράδυ όμως νά 'στε πίσω που σας έχω και ωραίο φΑΪ.
Aϊντε λοιπόν πάλι απ' την αρχή! Την άλλη μέρα τα ίδια, την παράλλη επίσης, τέσσερις μέρες καταλαμβάνανε το βουνό πότε από τη μία μεριά και πότε απ' την άλλη και δεν ησυχάζανε. Μερικοί θέλανε να το καταλάβουνε και τη νύχτα! Ωσπου νευριάσανε οι γείτονες απ' τα γύρω χωριά:
   -Τί θα γίνει κύριε Διοικητά; Κι εμείς παιδιά έχουμε αλλά δεν κάνουν έτσι! Θα σταματήσει καμμιά φορά το μπάμ μπούμ να βοσκήσουμε και κανένα πρόβατον ;
Την άλλη μέρα τους μάζεψε,τους φόρτωσε άρον άρον στα Ρέο και τους γύρισε στη βάση καταντροπιασμένος.



Περιεχόμενα




Ο πραματευτής της Γιουροψόλ.

Πάει πολύς καιρός που εμφανίστηκε στα χωριά της Δράμας ένας λεβένταρος, δυό μέτρα μπόϊ και κορμοστασιά λαμπάδα, μουστακαλής και μπιρμπιλομάτης, καβάλα σε μια Χάϊλούξ Τουότα με μουσαμά όλο χάντρες και καθρεφτάκια και μεγάφωνο που έκανε χχχςςςς και στο βάθος ακουγότανε κάτι σαν Μανώλης Αγγελόπουλος και διαλαλούσε προϊόντα τα οποία δεν ξέρω ακριβώς τι περίπου ήτονε μα σίγουρα δεν ήτονε τίποτες ιμιτασιόν σαχλαμάρες πλήν είχανε τη σφραγίδα της μεγάλης διεθνούς βιομηχανίας Γιουροψόλ Α.Ε.
   Σαν έδενε λοιπόν χειρόφρενο στις γειτονιές ετρέχανε οι κυράδες και εγίνετο μεγάλη αναστάτωσις, ιδίως άμα ήτονε μεσημέρι και πιανόντουσαν στον ύπνο, γιατί σκοτώνονταν να σηκωθούνε, να πλυθούνε, να χτενιστούνε, να ντυθούνε, κι άμα είχε πολύ θηλυκό το σπίτι μαλλιοτραβιόντουσαν ποιά θα πρωτομπεί στο μπάνιο. Στριμώχνονταν γύρω από τη Χάϊλούξ με τα θαυμαστά προϊόντα Karapsol, Pikropsol, Glucopsol και άλλα πολλά, τις εμπαλαμούτιαζε κι ο έμπορας "Πάρε κυρά μ' να δείς χαρά κι άμα δε σ´αρέσ' τα λεφτά σου πίσω και τρίδιπλα" και ήταν όλες ευτυχισμένες και χαλαρές που με τα κόλπα αυτά τους έφευγε όλη η κούραση απ' τα καπνά και δείχνανε ίσαμε δέκα και δεκαπέντε χρόνια νεότερες και τις εκαμαρώνανε κι ο άντρες έτσι που ομορφαίνανε και ήταν όλοι ευχαριστημένοι.
   Oσο για τον πραματευτή, αφού μάζεψε κοτζάμ περιουσία σε τρία χρόνια μ' αυτή τη δουλειά, μετά έκανε και δυό-τρείς καλές αρπαχτές στη Σοφοκλέους και τώρα τρώει απ' τα έτοιμα και κυκλοφορεί τα βράδυα και γλεντάει τη ζωή. Διότι, όπως λέει και ο ποιητής, μια φορά είν' τα νιάτα.




Περιεχόμενα


Στο Ζάππειο μια μέρα.


Το ξέρω πως δεν μπορώ να απαιτήσω από σας, σεβαστοί μου αναγνώστες, να πιστέψετε τα όσα φρικτά και αποτρόπαια θα ιστορήσω στη συνέχεια. Μαντεύω ήδη τα ειρωνικά χαμόγελα: άλλο ένα ψώνιο που ρημάζι το σηκώτι του για να ποτίζει με αψέντι τη διεστραμμένη φαντασία του. Η μόνη απόδειξη που θα μπορούσα να καταθέσω είναι η άθλια εικόνα του ζωντανού λειψάνου μου σ' ένα σκοτεινό και απομονωμένο κελί μιάς ψυχιατρικής κλινικής. Μόνος μου παρακάλεσα να με κλείσουν -γιατί δεν με δεχόταν κανένα μοναστήρι- και μόνος μου το θέλησα θεοσκότεινο, χωρίς παράθυρο, γιατί ακόμη κι η θέα της σκιάς μου με γεμίζει απύθμενο τρόμο, τρόμο αβάσταχτο που ούτε κι οι μεγαλύτερες δόσεις Largactyl και Stedon δεν μπορούν ν' ανακουφίσουν. Παρακάλεσα το προσωπικό ν'αφήνει το φαγητό και τα φάρμακα έξω από την πόρτα, παράκληση που έγινε αμέσως δεκτή, πιστεύω περισσότερο από αηδία παρά από σεβασμό στις επιθυμίες μου,ή,έστω,συμπόνια. Δεχτείτε λοιπόν την αφήγηση που θ'ακολουθήσει στο επόμενο τεύχος σαν άλλη μια φανταστική ιστορία φρίκης. Οι αυτόκλητοι κυνηγοί της αλήθειας ας σεβαστούν την ανάγκη μου για ηρεμία κι ας μη με ψάξουν να με τυραννήσουν με ερωτήσεις. Άλλωστε δεν σκοπεύω να κρύψω τίποτα.     Ευθέως θέλω να φτύσω στα μούτρα σας την απέχθεια που τρέφω για σας τα κατοικίδια ανθρωπάρια που θα αλατίσετε την ανία σας με το δράμα μου, χαλαροί στη θαλπωρή του καναπέ σας. Και εξηγούμαι πως ο μόνος λόγος που μ' αναγκάζει να προσφέρω στα αδηφάγα μάτια της χαιρέκακης ψυχής σας τον τυφώνα που κατάπιε τα όνειρά μου, καθώς και τα όνειρα του αδελφικού μου φίλου, του θρυλικού ανθυπολοχαγού Μήτσου Ρίτσου, είναι τα πενιχρά συγγραφικά δικαιώματα, το μόνο έσοδο που μου απέμεινε για να ικανοποιώ την τελευταία αυτοκαταστροφική μανία μου: να μαυρίζω λαίμαργα τα πνευμόνια μου με φτηνιάρικα τσιγάρα αισχίστης ποιότητος, ολημερίς και αδιαλείπτως, ανάβοντας το ένα με την καύτρα του άλλου. Κι αφού η φαντασία μου στέρεψε και δεν μπορώ πια να σας πουλήσω άλλες γλυκανάλατες ιστοριούλες, όπως τόσον καιρό μέσα από αυτή τη στήλη, δε μου μένει παρά να βγάλω στο σφυρί την προσωπική μου τραγωδία, σαν το φυτίλι που, τελειώνοντας το λάδι, καίει στο τέλος την ίδια του τη σάρκα. Και γνωρίζω από πρίν πως οι τύψεις θα μ' αφήσουν κι εμένα καρβουνιασμένο μετα την τελευταία αναλαμπή. Γιατί δεν ξεπουλάω μονάχα τη δική μου ψυχή μα και τη μνήμη του αγαπημένου μου φίλου. Ηδη βλέπω το βλοσυρό του πρόσωπο να με κοιτά με σιχασιά κουλουριασμένο στη γωνιά του κελιού μου να ρουφάω τσιγάρα πληρωμένα με τα αργύρια της προδοσίας. Κι εύχομαι το ουρλιαχτό των Ερινύων να με στείλει μια ώρα αρχύτερα εκεί που είναι πια η θέση μου: στον τάφο.
   Χρειάζομαι λίγο ακόμη χρόνο να συμμαζέψω και να χτενίσω την τελευταία μου αφήγηση. Στο επόμενο τεύχος υπόσχομαι να τη σερβίρω αχνιστή στις πεινασμένες, συμπλεγματικές σκατοψυχές σας. Απόψε αρκεστείτε σε δύο λιγότερα ενδιαφέροντα κείμενα, δύο χειρόγραφα που έπεσαν στα χέρια μου με μεγάλη χρονική απόσταση το ένα από το άλλο. Η αγάπη μου για το διάβασμα, η πεποίθηση πως η Ιστορία δεν είναι παρά μια αλλόκοτη πλεξούδα από τις καθημερινές πράξεις τρανών και αγνώστων, καθώς και μια εσωτερική ανάγκη αναπλήρωσης -που πήγαζε από τη συναίσθηση της ρουτινιάρικης ασημαντότητός μου- μ' έσπρωχνε να μαζεύω σπάνια βιβλία και ντοκουμέντα, να γυρνώ από παλιατζήδικο σε παλιατζήδικο ψάχνοντας παλιές εφημερίδες, χειρόγραφα, σκονισμένα ημερολόγια, να ξαφρίζω ξένα γραμματοκιβώτια, να τρυπώνω με χίλιους κινδύνους σε στρατόπεδα και να κλέβω τα βιβλία Ημερησίων Διαταγών και Αναφορών, να γεμίζω μπαούλα με αγγελίες γάμων, βαφτίσεων και θανάτων, να μαγνητοφωνώ μαρτυρίες ζητιάνων, πλανόδιων μικροπωλητών, ετοιμοθάνατων σε λαϊκά νοσοκομεία, αναπήρων πολέμου, τριτοκοσμικών προσφύγων, να μαζεύω δικαστικά χρονικά ,ημερολόγια καταστρώματος, και, γενικώς -για να σταματήσω εδώ- πέρασα μεγάλο μέρος της ζωής κοιτάζοντάς την από την κλειδαρότρυπα ώστε να μπορώ σήμερα να περηφανεύομαι πως διαθέτω έναν μυθικό θησαυρό ασήμαντης πληροφορίας. Απ' το αρχείο αυτό διαλέγω τα δύο αυτά χειρόγραφα γιατί κάποιες ενδείξεις -ίσως περισσότερο γεννήματα της φαντασιοπληξίας μου- με κάνουν να πιστεύω πως έχουν κάποια συνάφεια μεταξύ τους, πως αποτελούν γειτονικά, ας το πούμε, κομμάτια του Ιστορικού πάζλ. Επιπλέον διότι δί νουν ακροθιγώς το χρώμα της εποχής που μας ενδιαφέρει.
    Το πρώτο χειρόγραφο μου το εμπιστεύτηκε την πρώτη κιόλας ημέρα της γνωριμίας μας ο ανθυπολοχαγός Μήτσος Ρίτσος,με τον οποίο δεθήκαμε με μιά φιλία οδύνης στα χρόνια μετα το μεγάλο πόλεμο, όταν παραζαλισμένη η ανθρωπότητα προσπαθούσε να σβήσει από τη μνήμη της το βουητό της ματαιότητος και να προχωρήσει στη Νέα Εποχή. Ηταν αμέσως μετά τη μάχη του Κοσσυφοπεδίου, ένα ηλιόλουστο πρωϊνό του Ιούνη. Εγώ περιφερόμουν με ελαφρότητα ανάμεσα στα κουφάρια και τους πληγωμένους που βογκούσαν, θαυμάζοντας πότε τους τέλειους κύκλους που διέγραφαν τα όρνεα στον ουρανό, πότε τις πράσινες ακρίδες με τις μεγάλες κεραίες που χοροπηδούσαν ανέμελα στο απέραντο λιβάδι που έμελλε να καταγραφεί ως το θέατρο της καθοριστικότερης μάχης του πολέμου. Είχα πέσει στα τέσσερα ακολουθώντας μαγεμένος μια πολύχρωμη κάμπια που προχωρούσε μαζεύοντας κι απλώνοντας το σώμα της σαν ακκορντεόν, όταν άκουσα πίσω μου μια ήρεμη φωνή :
   -Θα θέλατε λίγο λάχανο,κύριε;
Γύρισα και είδα έναν αδύνατο νέο με τη στολή των Ελλήνων Καταδρομέων, καθισμένο σε μια κοτρώνα να κόβει με το σουγιά το λάχανο στην καραβάνα. Το αχνό χαμόγελο και τα ρουφηγμένα μάγουλα με το σταχτί χρώμα τού έδιναν μια όψη αγιοσύνης. Φαινόταν κουρασμένος, μα με το μάτι καθαρό και το κεφάλι του ξαλαφρωμένο από σκέψεις.
  -Βεβαίως.
  -Με ξύδι ή με λεμόνι ;
  -Με λεμόνι.
Εστιψε όσο μπορούσε ένα μαραζωμένο λεμόνι και μου πρότεινε την καραβάνα. Κάθισα κοντά του κι αρχίσαμε να μασουλάμε και να κουβεντιάζουμε.
  -Πώς από δώ με πολιτικά; με ρώτησε περισσότερο για να σπάσει τον πάγο παρά από ενδιαφέρον.
Του εξήγησα πως ήμουν ανυπότακτος από την πρώτη μέρα της επιστράτευσης, πως δεν πίστευα στο νόημα αυτού του πολέμου. Χωρίς πίστη σε ξεκάθαρα ιδανικά, δεν ένιωθα να είμαι ούτε με τους Καλούς ούτε με τους Κακούς, και με μισή καρδιά μού ήταν αδύνατο να πάρω τα όπλα. Του εξήγησα πως δεν μου έλειπε το θάρρος, ήμουν πάντα στην πρώτη γραμμή από περιέργεια, από ανία, καθώς και για να επιβεβαιώσω κάποιες προβλέψεις μου. Μου απάντησε πως κιαυτός δεν πίστευε στο άμεσο νόημα του πολέμου, ή, τουλάχιστον στις χοντροειδείς αφέλειες για το Δίκαιο της παράταξής του. Πολεμούσε με την 5η Στρατιά των Καλών, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Βάθβωνος. Ηταν όμως πεπεισμένος πως ο πόλεμος ήταν αναγκαίος για να καταλάβει επιτέλους η ανθρωπότητα την πλάνη του παιδιάστικου διαχωρισμού Καλού και Κακού μετά την ήττα αμφοτέρων, να αποβάλλει την αφέλεια και να δεχτεί τελικά πως όλοι είμαστε ένα κράμα κι απ' τα δύο και πως δεν θα μπορούσε να είναι αλλοιώς.Ο σπαραγμός του πολέμου θα γεννήσει επιτέλους -έλεγε- ένα μέλλον απαλλαγμένο από ιδεοληψίες και ιδεολογίες, όπου οι συγκρούσεις δεν θα γίνονται πια "εν ονόματι" αλλά λέγοντας τα πράγματα με τ' όνομά τους. Ενας κόσμος όχι απαραίτητα αρμονικότερος, τουλάχιστον όμως πιο ξεκάθαρος. Πίστευε μάλιστα πως το ίδιο είχαν κατά νου οι περισσότεροι ηγέτες και των δύο πλευρών και πως βρίσκονταν στην τραγική θέση να οδηγούν εν γνώσει τους στη σφαγή τους στενόμυαλους και φανατισμένους επιδιώκοντας όχι την νίκη, που δεν θά' χε κανένα νόημα, αλλά την αμοιβαία συντριβή. Για έναν τουλάχιστον ήταν σίγουρος, για το Στρατηγό Βάθβωνα, υπό τας διαταγάς του οποίου είχε την τιμή να υπηρετεί. Και, σαν για να το επιβεβαιώσει, βγάζει από τη δεξιά παλάσκα το χειρόγραφο.Το είχε βρεί στο γυλιό ενός άτυχου λοκατζή ψάχνοντας για καμμιά κονσέρβα. Αφού το διάβασα ζήτησα να το αντιγράψω.
  -Κράτησέ το.Εγώ δεν είμαι συλλέκτης.
Βαδίσαμε βορειοδυτικά.Κανείς μας τότε δεν ήξερε πως η χτεσινή μάχη ήταν η τελευταία και πως ζούσαμε ήδη στη Νέα Εποχή.
   Αν κρίνω από την προχειρότητα και τις απότομες αλλαγές του ύφους, μάλλον γράφτηκε στις ανάπαυλες της μάχης, νομίζω δε ότι είναι ημιτελές. Είναι γραμμένο σε τέσσερα εσωτερικά χαρτιά από άσσο κασσετίνα.
Χειρόγραφο Πρώτο.

Ο εκκεντρικός Αμερικανός μουσικός Frank Zappa -δηλαδή τι εκκεντρικός, θεόμουρλος- αφού, να φανταστείτε, είχε ένα συγκρότημα αποκλειστικά από άντρες και το ονόμαζε, άκουσον άκουσον, "Οι Μητέρες της Επινοήσεως", έπαιζε έναν αχταρμά από όλα τα μουσικά είδη φόλκ, κάντρυ, ροκ και ότι άλλο βάζει ο νούς σας ώστε όλα να τα σατυρίζει, άσε δε για τους στίχους του -θού κύριε- είχε μια κόρη που τη βάφτισε Dweezil, ο αθεόφοβος,και ποιός ξέρει τι κόμπλεξ θα φορτώθηκε το κορίτσι με τέτοιο όνομα, ελπίζω τουλάχιστον όταν μεγάλωσε να το έκανε Willie ή κάτι άλλο, πιό ανθρώπινο τέλος πάντων, αλλοιώς τη βλέπω να μένει στο ράφι .Αυτός ο παλιάτσος -που κυκλοφόρησε και αφίσα του σε πανοραμική λήψη να κάθεται περιχαρής στη λεκάνη της τουαλέττας του- αυτός ο άθλιος λοιπόν σας πληροφορώ ότι ήταν τετραπέρατος, διάολος σκέτος, απλώς με τη στάση του ήθελε να κοροϊδέψει τη γελοιότητα γύρω του, ήταν δηλαδή σα να λέμε κυνικός. Με πικρία έλεγε πως "το πιο διαδεδομένο στοιχείο στη Γή δεν είναι το υδρογόνο αλλά η βλακεία"1. Ευρυμαθέστατος και πολύ προσγειωμένος, με αντρίκια απαισιοδοξία,παρακολουθούσε τον κατήφορορο του κόσμου και ενδιαφερόταν για τις εξελίξεις παντού, ψάχνοντας για σπίθες ελπίδας. Το θερμό, για τα Ελληνικά πολιτικά πράγματα, καλοκαίρι του '89, γνωρίζοντας υη ρευστότητα που επικρατούσε, έχοντας ήδη προβλέψει την επερχόμενη κρίση στα Βαλκάνια κι αφουγκραζόμενος τον επιθανάτιο ρόγχο του Υπαρκτού Σοσιαλισμού, κουβαλήθηκε άρον άρον στην Αθήνα ινκόγνιτο -ξύρισε μάλιστα και το χαρακτηριστικό μουσάκι του- νοίκιασε σ'ένα φτηνό ξενοδοχείο στο Σταθμό με ψευδώνυμο, έβλεπε ανελιπώς τις ειδήσεις και τα πάνελ και διάβαζε καθημερινά όλες τις εφημερίδες. Ξέχασα να σας πώ πως μιλούσε άπταιστα Ελληνικά!
   Τον καιρό εκείνο τον συνάντησα κι εγώ. Μόλις είχα τελειώσει τη Γυμναστική Ακαδημία και περίμενα να με καλέσουνε φαντάρο. Τριγυρνούσα ανέμελος και γλεντούσα το καλοκαιράκι μου. Τη μέρα εκείνη είχα ανέβει για ψιλοκαμάκι στον Ιερό Βράχο της Ακροπόλεως. Εκεί που διπλάρωνα με την αμίμητη λεπτότητά μου ένα βορειοευρωπαϊκό θήραμα  :"-Come to me babe to explain you the dream!" ακούω πίσω μου ένα τρανταχτό γέλιο. Γυρνώ και βλέπω το Frank να ξεκαρδίζεται. Φανατικός θαυμαστής του, είχα δεί δεκάδες φωτογραφίες του, ήταν αδύνατον να κάνω λάθος.
   -Are you Frank Zappa?
   -Oχι νεαρέ. Είμαι Ελληνας.
Από την ταραχή όμως του κόπηκε το γέλιο μαχαίρι.
   -Ζείτε όμως στην Αμερική, έτσι ; ρώτησα πονηρά...
   -Το αντιληφθήκατε από την προφορά μου ;
   -Ας πούμε...
Ούτε η προφορά ούτε η λόγια γλώσσα του θύμιζαν στο παραμικρό Αστοριανά.
   -Είστε μόνος στην Ελλάδα;
   -Μάλιστα!Κατάγομαι από τας Σέρρας. Από εκεί μετανάστευσα απ' ευθείας εις την Αμερικήν. Πάντα ήθελα να έλθω εις τας Αθήνας για να θαυμάσω την κορωνίδα του αρχαίου μας πολιτισμού: τον Παρθενώνα! Ονομάζομαι Γεώργιος Βάθβων.
   -Βασίλειος Μαλλιώρας. Χαίρω πολύ. Θα θέλατε να σας ξεναγήσω στην πόλη μας;
   -Πολύ ευχαρίστως, μα, μη σας βάλω σε κόπο...
   -Ω,μα τι λέτε κ. Βάθβωνα! Ξεχνάτε ότι οι αρχαίοι ημών πρόγονοι λάτρευαν τη φιλοξενία στο πρόσωπο του Ξενίoυ Διός;
   -Νεαρέ με αφοπλίσατε!
Ανεβαίνουμε στο μηχανάκι μου κι αρχίζουμε να γυρνάμε, αργά αργά για να προλαβαίνω να του εξηγώ. Του έδειξα το Θησείο, τις Στήλες, την Πνύκα, το Λυκαβηττό, το Ζάππειο...
   -What? Who's that fuckin' Zappa?
   -Πώς είπατε;
   -Εεε, χμ...να..έλεγα πως ο νεοκλασσικισμός αποτελεί ύβρι όταν αναφύεται εις την γενέτειραν του κλασσικού. Αυτό το μέγαρο, επί παραδείγματι, οπουδήποτε αλλού θα έδειχνε υπέροχο. Φοβούμαι όμως πως δεν έχει θέση στην πόλη που φιλοξενεί το Θησείο, το Ερέχθειο, τον Παρθενώνα!
   -Συμφωνώ.
Δεν υπήρχε πια καμμιά αμφιβολία. Μετά τη βόλτα είπαμε για ρετσίνα. Πλάκα. Ηθελε να κεράσει. Δεν είχα πρόβλημα. Εγώ ήθελα να τον μεθύσω. Στο δίπλα τραπέζι καθόταν ο Νικόλας ο Aσιμος με κάτι δικούς του. Κάποια στιγμή πιάνει την κιθάρα κι αρχίζει :
"Μόνο ένας σεισμός μας σώζει
 τρομερός κατακλυσμός
 μαϊντανός να γίνουν όλα
 να χαθεί ο πολιτισμός
Oπως η Ατλαντίιις."
Είδα το Frank ν' ανατριχιάζει. Παρακάλεσε να του το ξαναπαίξει.
-Σας άρεσε κύριε Βάθβωνα;
-Μήπως ξέρετε αν υπάρχει σε δίσκο ;
-Φυσικά!Τον έχω κιόλας.Αν θέλετε να σας τον γράψω.
-Yeah!Σήμερα κιόλας! πετάχτηκε ενθουσιασμένος.
Ο Frank με το κρασί άρχισε να ξεστρατίζει. Ηπιαμε τρία μισά ακόμα, πλήρωσε και πήγαμε σπίτι μου.Τον άφησα να σκαλίσει τους δίσκους μου. Δεν μπόρεσε να κρύψει μια έκφραση ικανοποιημένης ματαιοδοξίας. Είχα τα άπαντά του. Γράψαμε την κασσέτα κουτσοπίνοντας τσιπουρο. Oταν σηκώθηκε να φύγει ήτανε σταφίδα.
  -Ευχαριστώ boy.Καληνύχτα.
  -Καληνύχτα Frank.
  -O.K. boy! You won!Λοιπόν,άκου: Είμαι εδώ ινκόγκνιτο. Ξέχνα το και μη διαρρεύσει.
  -Κανένας φόβος.Μόνο που θά' θελα πολύ να τα λέγαμε οι δυό μας. Oπως είδατε είμαι θαυμαστής σας. Εχω πολλά να σας ρωτήσω.
Μου έδωσε τη διεύθυνση του ξενοδοχείου. Πήγα το άλλο πρωϊ. Αφού είπαμε για τα παλιά μου μίλησε για τους σημερινούς του φόβους. Είχε την διαίσθηση πως κάτι σημαντικό θα συνέβαινε τα επόμενα δέκα - δεκαπέντε χρόνια. Μιλήσαμε για μουσική, για γυναίκες, είπαμε ανέκδοτα, ήπιαμε. Μου εμπιστεύτηκε το λόγο που τον έφερε στην Ελλάδα. Από τότε έγινα φίλος και πολύτιμος βοηθός του. Τον πήγαινα στην Ομόνοια στα πηγαδάκια να πιάσει το σφυγμό της κοινής γνώμης. Μετά περνάγαμε από τα στέκια του "χώρου", Εξάρχεια και αλλού. Γρήγορα έπιασε γνωριμίες και διασυνδέσεις. Τον Οκτώβριο βλέπει τους εκλογολόγους στα αποτελέσματα από το Ζάππειο Μέγαρο και τρώει ξανά το φλάς. (-Ηey,who's that fuckin' Zappa ?) Toύ εξηγώ ότι πρόκειται για έναν Επτανήσιο εθνικό ευεργέτη. Ο Frank ήξερε για την Ιταλοκρατία στα Επτάνησα, Ιταλός στην καταγωγή κι ο ίδιος -αν και μεγαλωμένος στην Αμερική- τρέχει στα ληξιαρχεία, από Επτάνησα Ιταλία, μέχρι που ανακαλύπτει πως, πράγματι, πρόκειται για μακρινό συγγενή του. Τον πιάνει λοιπόν το πατριωτικό του, ξεχνάει και πολιτικές ρευστότητες και όλα, θα δώσω, λέει, μια συναυλία στο Ζάππειο, έ ρε σόϊ περήφανο και τιμημένο! Τηλέφωνο στήν Αμερική:
  -How do ya feel, Dweezil?"Frank Zappa live in Zappeion !"
  -Hey,dad,it seems incredible! That's wonderful, Wow!!!I love you dad!Let's drink a coke and buy a Cadillac! Duha duha, Yeah !
Συντάσσει λοιπόν μια αίτηση προς το Υπουργείο Πολιτισμού. Παλαβώσανε στου Μαξίμου! Εδώ ο κόσμος καίγεται, οικουμενική, Ζολώτας, Κάθαρση, ΚΚΕ στην κυβέρνηση, ποιός είναι τώρα αυτός ο Ζάππα που μας θέλει και συναυλίες. Ούτε που τον ξέρανε, βέβαια, καθ'ότι αυτοί ήταν σοβαροί ανθρώποι. Ευτυχώς βρέθηκαν κάτι πρώην φρικιά που είχε χώσει ο Λαλιώτης στο Νέας Γενιάς και τους δώσαν τα στοιχεία. Σε λιγάκι ήρθε λοιπόν η απάντηση :

   Aξιότιμε κύριε Ζάππα,

   θερμά σας ευχαριστούμε για την ανιδιοτελή πρότασή σας. Βρισκόμαστε όμως στη δύσκολη θέση να αναγκαζόμεθα να σας αρνηθούμε το χώρο του Ζαππείου Μεγάρου για δύο λόγους :
1.       Διότι η χώρα μας διανύει περίοδο σοβαρής πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής κρίσεως, ώστε να επιβάλλονται οι προτεραιότητες στεγάσεως εις το εν λόγω μέγα- ρον εκδηλώσεων σχετικών με την επίλυσιν των μειζόνων αυτών προβλημάτων.

2.       Διότι το Ζάππειον Μέγαρον έχει μία παράδοση σοβαρότητος την οποία δεν διατιθέμεθα να αμαυρώσουμε παραχωρώντας το σε έναν καλλιτέχνη -αξιόλογο αναμφι- σβήτητα- του οποίου όμως το δισκογραφικό μητρώο τυγχάνει βεβαρυμένο με τίτλους όπως "Θερμοί Αρουραίοι", "Μαστοί τε και Ζύθος", "Πιτζαμάνθρωποι", "Εμόν βρέφος εξάγαγε τους οδόντας σου", "Εφηβος Ιερόδουλη", "Πλοίον καταφθάνον αργά προς διάσω- σιν της πνιγομένης μάγισσας" κ.α.
   Είμαστε βέβαιοι πως θα δείξετε την αρμόζουσα κατανόηση.Μετά χαράς δυνάμεθα να σας παραχωρήσουμε -εάν το επιθυμείτε- το στάδιον Ειρήνης και Φιλίας ή και το Ολυμπιακόν Στάδιον ακόμη, χώροι που -σημειωτέον- διαθέτουν πολλαπλασία του Ζαππείου χωρητικότητα, όρος όχι άνευ σημασίας για έναν καλλιτέχνη του δικού σας βεληνεκούς.


Μετά τιμής

Η ΥΠ.ΠΟ.

Ε,αυτό ήταν ! Το Franky είναι να μην τον πιάσουν τα διαόλια του.
  -Εγώ συναυλία στο Ζάππειο θα κάνω!Τελεία και παύλα.
Να μην τα πολυλογούμε, λεφτα δόξα τω Θεω είχε με τη σέσουλα, πιάνει και χτίζει ένα Ζάππειο ολόϊδιο με το δικό μας και καλύτερο στην Αμερική, και μάλιστα στην Ατλάντα, έτσι, να βλέπουν οι δικοί μας τους Ολυμπιακούς να γίνονται δίπλα στο Ζάππειο και να τρελαίνονται...
-----------------------------------------------------------------------------------------------------
Εδώ τελειώνει το πρώτο χειρόγραφο. Oπως είπα και πριν, με αφήνει με την εντύπωση ότι ο άτυχος καταδρομέας δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την αφήγησή του.
  To δεύτερο χειρόγραφο το βρήκα πεταμένο διπλα σ' ένα βουνό σκουπίδια στις εγκατελειμένες συνοικίες. Εχει τη μορφή αναφοράς, αλλά είναι γραμμένο σε ροζ χαρτί αλληλογραφίας. Ισως ο συγγραφέας να σκόπευε να το ταχυδρομήσει, ίσως να έγραφε για τον εαυτό του, για να τακτοποιήσει τις σκέψεις του. Κλίνω μάλλον προς τη δεύτερη εκδοχή μια και δε βλέπω ποιόν θα μπορούσε να ενδιαφέρει ένα τέτοιο κείμενο, εκτός ίσως από κάποια επίσημη αρχή, αλλά τότε θα ήταν γραμμένο σε κόλες αναφοράς.

Χειρόγραφο δεύτερο.

Ηταν προχωρημένο το απόγευμα όταν ο Στρατηγός Βάθβων άνοιξε τα μάτια του από το μεσημεριανό ύπνο, ανακάθησε, φόρεσε τις παντόφλες του και στάθηκε στο παράθυρο να χαζεύει -όπως κάθε μέρα την ίδια ώρα- το βουητό του καινούριου κόσμου που ανέτειλε μέσα από τα συντρίμια του τελευταίου πολέμου. Στο περβάζι τον περίμενε όπως κάθε απόγευμα ο καφές που άφησε νυχοπατώντας η σπιτονοικοκυρά του. Πάνε χρόνια από την τελευταία φορά που συναντηθήκανε. Αυτή άφηνε το δίσκο με το φαγητό λίγο πριν επιστρέψει ο Στρατηγός από τους άσκοπους πρωϊνούς περιπάτους του και συγύριζε, ξανάμπαινε προσεκτικά το απόγευμα, λίγο πριν ξυπνήσει ο στρατηγός, άφηνε τον καφέ και μάζευε το δίσκο με τ' αποφάγια. Αυτός, κάθε πρώτη του μηνός, άφηνε το νοίκι κάτω από την πόρτα της. Κανείς τους δεν επεδίωκε μια στενότερη επαφή. Αυτή ή- ξερε μόνο πως πρόκειται για κάποιον που κατείχε μια σημαντική θέση στον Παλαιό Κόσμο. Η σκέψη και μόνο μιας προσπάθειας προσέγγισης την γέμιζε ένταση και την έβγαζε απ' τα νερά της. Αυτός δεν ήθελε καμμιά τριβή με τα ξένα πλάσματα που πλημμύρισαν τον τόπο. Το πρωί φορούσε την καπαρντίνα του κι έπαιρνε τους δρόμους. Αφηνόταν να τον παρασύρει το ρεύμα της κίνησης, ακολουθούσε κάθε φορά και άλλο τυχαίο δρομολόγιο, ώσπου χτυπούσε το μικρό ξυπνητήρι που κουβαλούσε στην τσέπη του, που σήμαινε ότι έπρεπε ν'αρχίσει να ψάχνει το δρόμο του γυρισμού.
    Το τελευταίο συναίσθημα που αμυδρά θυμόταν στην καρδιά του, η βαρυθυμία, πάνε χρόνια που έδωσε τη θέση της σε μια βαθειά αίσθηση ματαιότητας, χωρίς πένθος πια , χωρίς θυμό. (μπορούσα να τα δώ αυτά γιατί υπήρξα για πολλά χρόνια τυφλός, κι εμείς οι τυφλοί αποκτούμε μιά άλλη αίσθηση που μας επιτρέπει να διαβάζουμε τις ψυχές σαν ανοιχτά βιβλία.). Μόλις έκλεινε τα μάτια τον τύλιγε ο ύπνος χωρίς όνειρα και ξυπνούσε με την έκφραση της αδιάφορης ηρεμίας πού 'χε παγώσει στο πρόσωπό του καιρό τώρα. Ατένιζε απ' το παράθυρο το ζεστό πορτοκαλί απόγευμα πίνοντας με αραιές γουλιές τον καφέ του,πού 'χε πάψει πια να τον ενδιαφέρει αν ήταν γλυκός ή σκέτος. Καιρό τώρα δεν κάπνιζε. Oχι ότι έκοψε το τσιγάρο, απλά το ξέχασε και καμιά αίσθηση διαφοράς δεν του το υπενθύμιζε. Ο ουρανός έγινε σιγά σιγά μαβής, μετά σκούρος. Παρακολουθούσε ένα ένα τα φώτα της πόλης ν' ανάβουν. Ενα περαστικό σύννεφο άφησε μια σύντομη μπόρα, μύρισε βρεγμένο χώμα. Tα φώτα του πλοίου της γραμμής πλησίασαν, ακούστηκε το σφύριγμα απ' το λιμάνι. Από ένα μπαλκόνι ακούστηκε μια ακατανόητη μουσική. Νυχτοπεταλούδες στριμώχνονταν γύρω από το φώς της κολόνας. Ενα αεράκι σηκώθηκε και δρόσισε λίγο την ατμόσφαιρα. Το φωτάκι ενός αεροπλάνου μπλέκονταν με τους αστερισμούς. Το ξυπνητήρι χτύπησε στην τσέπη του Στρατηγού, θυμί- ζοντάς του ότι ήταν ώρα να κοιμηθεί. Ηπιε την τελευταία γουλιά καφέ και τράβηξε για το κρεβάτι του.
    Το πρωϊ ο Στρατηγός σηκώθηκε, φόρεσε το παντελόνι, ξυρίστηκε, φόρεσε το πουκάμισο, τα παπούτσια και την καπαρντίνα, κατέβηκε την ξύλινη σκάλα αθόρυβα -χωρίς να χρειάζεται να προσπαθεί γι' αυτό- με το φασματικό του βάδισμα και βγήκε στο δρόμο. Ηταν ένα ανάλαφρο πρωϊνό με λιακάδα. Μέσα στο συνωστισμό του πεζόδρομου της ψαραγοράς ο Στρατηγός βάδιζε με τη σταθερή, πρωσωπική του, ταχύτητα που βάδιζε πάντα τα τελευταία χρόνια, χωρίς να εμποδίζεται και χωρίς να ενοχλεί. Γυρνούσε αργά το κεφάλι, όσο χρειάζεται για να συλλάβει όλη την εικόνα του χώρου, χωρίς να παρατηρεί τίποτε με προσοχή. Aκουγε και την παραμικρή συνομιλία γύρω του, μή δίνοντας ιδιαίτερη σημασία σε καμμιά. Ποτέ κανείς δεν του απευθυνόταν, κανείς ψαράς ή άλλος έμπορος δεν προσπάθησε να του πουλήσει τίποτα. Βγαίνοντας από τον πεζόδρο- μο πάτησε αφηρημένος στο δρόμο με κόκκινο. Ενα αμάξι πέρασε ξυστά δίπλα του. Ο οδηγός ούτε ταράχτηκε ούτε γύρισε να τον κατσαδιάσει. Μπήκε στο δρόμο με τα εμπορικά. Κοιτούσε τις βιτρίνες της μόδας λοξά, όπως περπατούσε. Ποτέ δε στάθηκεμπρο- στά σε καμμιά, έστω για να γυαλιστεί. Μια γυναίκα από μια πόρτα άδειαζε τ´απόνερα του σφουγγαρίσματος στο δρόμο, σχηματίζοντας ένα ορμητικό ρυάκι που πέρασε ανάμεσα από το βήμα του χωρίς να βρέξει ούτε το μπροστινό ούτε το πισινό παππούτσι. Προσπέρασε ένα ζητιάνο που δεν έπεσε στα πόδια του κλαψουρίζοντας όπως στούς άλλους περαστικούς. Εστριψε στο σοκάκι της αμαρτίας. Το διέσχισε χωρίς ενοχλήσεις ακολουθώντας έναν οδοκαθαριστή κατακόκκινο από τα πειράγματα των κοριτσιών. Σαν βγήκε στο λιμάνι, έκανε κατα το ντόκ των ναρκαλιευτών. Παλιά και καλά μαστόρια όλοι τους, οι ναρκαλιείς είχανε θησαυρήσει τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο. Πλήρωνε καλά το κράτος για κάθε μία που αδρανοποιούσαν, χώρια το μέταλλο και τη γόμωση που πουλούσαν για φουρνέλα. Τώρα βέβαια αναδουλειές, καθόταν όλη μέρα, ψιλοκουβεντούλα και και τσιπουράκι. Λέγανε για την πανσέληνο και τους δύο λυκάνθρωπους της πόλης. Ο ένας ήταν, λέει, κακός και σαδιστής, αιμοβόρος, χαιρόταν να καταπίνει τις καρδιές ζωντανές κι άφηνε τρομαχτικά ουρλιαχτά όλη νύχτα - ο Στρατηγός έτυχε να τ' ακούσει πολλές φορές κι αυτός όπως όλοι. Ο άλλος ήταν φιλήσυχος κι ευγενικός, ένας συμπαθητικός κύριος που τον χτύπησε η αρρώστια και -τί να κάνει; κάθε που γέμιζε το φεγγάρι έβγαζε δόντια, τρίχες και μυτερά αυτιά κι έπαιρνε τους δρόμους, μα δεν πείραζε ποτέ κανέναν. Πρόσφατα μάλιστα η εφημερίδα είχε μια φωτογραφία του όπως βοηθούσε μια κυρία ν' αλλάξει λάστιχο μία η ώρα τα μεσάνυχτα σ' έναν έρημο δρόμο και μια συνέντευξή του. Ο στρατηγός δεν αγόραζε εφημερίδα.Ξαφνικά έπεσε σιωπή και νευρικότητα στην παρέα καθώς παρατήρησαν ότι στο δίπλα καφενείο πλήθαιναν ανησυχητικά οι διοπτροφόροι. Στην αρχή ήταν δύο και αυτοί σε διαφορετικά τραπέζια, μετά, λίγο λίγο γίναν καμμιά δεκαπενταριά και μετά γέμισε το μαγαζί διοπτροφόρους, κι ακόμα ερχότανε απ' τις γωνιές, δε χωράγανε να καθήσουνε και πίναν τον καφέ τους όρθιοι. Οι ναρκαλιείς τα χρειαστήκανε. Ο Βάθβων, αντίθετα, πέρασε αδιάφορος ανάμεσά τους. Συνέχισε προς το Cafe "Blue", το στέκι των φοβερών Cavgadores di Satto. Οι Cavgadores di Satto ήταν τμήμα της Αδελφότητος του Φώτον, στην οποία θα σταθώ λίγο, γιατί κι εγώ διετέλεσα παλιότερα μέλος της, σε μια μετριοπαθέστερη όμως αίρεση. Η Αδελφότης του Φώτον απαρτίζεται από πρώην τυφλούς που ανέβλεψαν χάρη στην πρωτοποριακή μέθοδο του Dottore Falcuccio, που συνδύαζε την υψηλή τεχνολογία -συσκευές δικής του επινοήσεως, όπως ο Οπτικονευρικός φωτονιοσεροτονινικός τρανσλάτωρ, ο Αμφιβληστροπυριτικός κομπρέσσορας - με ξόρκια και επωδές της προπολεμικής Κατάνιας. Mε το Dr. Falcuccio Μέγα Αρχιερέα και Φωτοδότη λατρεύουν το Φώτον και το ομοούσιον της Αγίας Δυάδος Σωματιδίου και Κύματος. Δεν άργησε όμως η διχόνοια των αιρέσεων. Εμείς λατρεύαμε σαν προστάτη Αγιο τον πρώτο άνθρωπο που θα αντικρύζαμε μόλις διαλυθούν τα ερέβη της τυφλότητος και του αφιερώνουμε την όρασή μας. Τον ακολουθούσαμε κατά πόδας και παρατηρούσαμε κάθε του κίνηση.Εμένα μου έτυχε ο Στρατηγός Βάθβων και για χρόνια και χρόνια δεν είχα μάτια παρά μόνο γι αυτόν. Οι Cavgadores πίστευαν πως το Φώτον τούς ανταπέδιδε τη λατρεία τους παραχωρώντας τους τον ιερό χώρο της σκιάς τους, χώρο αβατον που ούτε και το ίδιο δεν παραβίαζε. Αλοίμονο λοιπόν στον ιερόσυλο που θα τη βεβήλωνε με τις πατούσες του. Καθότανε όλη μέρα στο Cafe "Blue", απλώνανε τις σκιές τους στην προκυμαία κι είχαν τα περίσροφα στο τραπέζι με τα κοκκόπια σηκωμένα. Ο Στρατηγός πέρασε ανάμεσά τους χωρίς ν' αγγίξει καμμία, ενώ χάζευε ανέκφραστος τα αμφίβια σκυλόψαρα που σουλατσάριζαν στην παραλία -ήταν η ώρα για τη μεσημεριανή τους βολτίτσα. Εγώ δεν διακινδύνευα ποτέ να περάσω από εκείνο το σημείο.Πήγα από την πίσω μεριά του Cafe και τον ξανασυνάντησα ενώ έστριβε σ' ένα δρομάκι που δε θυμάμαι νά 'χει ξαναπερπατήσει ποτέ, τουλάχιστον τα χρόνια που τον παρακολουθούσα. Προχωρήσαμε αρκετά, και, ξαφνικά, για πρώτη φορά είδα το βήμα του να χάνει το ρυθμό του, ώσπου σταμάτησε μπροστά σ' ένα προπολεμικό κτίριο, από τα λίγα που έμειναν όρθια στη Νέα Εποχή. Ο θρύλος λέει πως ένα ολόϊδιο ως και την τελευταία λεπτομέρεια κτίσμα υπήρχε σε μια -ισοπεδωμένη τώρα- πόλη των νοτίων Βαλκανίων. Πράγματι, η αρχαιολογική σκαπάνη είχε φέρει στο φώς κάτι θεμέλια που στήριζαν εν μέρει μια τέτοια δοξασία. Εκεί βασίστηκαν οι θεωρίες που θέλουν τα κτίρια αυτά τεμένη μιας ξεχασμένης θρησκείας του παλαιού κόσμου. Οι αρχαιολόγοι αναζητούσαν κι άλλα τέτοια σε πολλές αρχαίες πόλεις, μα ως τώρα είναι ακόμη τα δύο μοναδικά δείγματα.
     Ο Στρατηγός μπήκε στον κήπο που περιβάλλει το κτίσμα και κάθισε σ' ένα παγκάκι. Κάθισα κι εγώ απέναντί του. Για πρώτη φορά είδα το πρόσωπό του ν' αλλάζει εκφράσεις, να χαμογελά, μετά να συνοφρυώνεται, είδα το μάτι του να ζωντανεύει. Επαιζε ανεπαίσθητα τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού, κουνούσε το κεφάλι μπρος πίσω και χτυπούσε ρυθμικά το πόδι στο πλακόστρωτο. Σιγομουρμούριζε κάτι αλλόκοτες μελωδίες. Η απόσταση δε μου επέτρεπε να διαβάσω στα χείλη του τους στίχους. Σκάλισε μ' ένα κλαδί το χώμα και μετά έγειρε πίσω στο παγκάκι γαλήνιος. Ηρθε το βράδυ και ο Στρατηγός παρέμενε ακόμη ακίνητος. Μόλις το ξημέρωμα αποφάσισα να τον πλησιάσω. Ο Στρατηγός είχε πια αφήσει την τελευταία του πνοή. Δύσκολα μπορώ να περιγράψω τα αντιφατικά μου συναισθήματα. Λάτρευα το Στρατηγό σαν προστάτη Αγιό μου, σύμφωνα με τις επιταγές της θρησκείας μου, μα και πέρα απ' αυτό, έτρεφα μια απεριόριστη συμπάθεια για το γλυκύτατο αυτό άνθρωπο. Λυπήθηκα ειλικρινά πολύ βαθειά. Από την άλλη όμως ο θάνατός του σήμαινε τη δική μου απελευθέρωση. Επιτέλους η όρασή μου μού ανήκε, μπορούσα να αρχίσω τη δική μου ζωή. Η χαρά που ένιωθα γι' αυτό μου προκαλούσε ενοχές, χαρά βασισμένη στο θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου. Χρειάστηκα πολύ καιρό για να ξεμπλέξω αυτό το κουβάρι και να ξαλαφρώσω την καρδιά μου. Σκύβοντας πάνω απ' το άψυχο σώμα του Στρατηγού διάβασα τι είχε γράψει με το κλαδί πάνω στο χώμα:"Δεν είναι απαραίτητο ο κόσμος να τελειώσει μέσα στη φωτιά ή μέσα στους πάγους. Υπάρχουν άλλες δύο πιθανότητες: το γράψιμο και η νοσταλγία."2


Σημειώσεις
   1.Aπό συνέντευξη του Frank Zappa.
   2.Από άλλη συνέντευξη του Frank Zappa.

Περιεχόμενα







Ο Καραμήτσος

" ...Kαραμήτσος ή, κατ' άλλους μελετητάς, Καραμητσάντζουλας (ο όρος απαντάται συχνότερον εις την Διεθνήν βιβλιογραφίαν -βλ "Le cas Caramichantzuille" υπό Ζαν Μαρί Ροκφόρσκι, Ντοκτέρ Ντε Φρενολογκί). Προτιμώ την χρήσιν του όρου "Καραμήτσος" δι' ευνοήτους λόγους.
    Ο Καραμήτσος ήτο κορασίς λυγερά και καλλίκορμος, προεκάλλει δε αποχαλίνωσιν των χρηστών ηθών -ήτοι συριγμούς μετά εισαγωγής των δακτύλων δια των χειλέων του συρίττοντος ή και άνευ τοιαύτης (αναλόγως της ικανότητος προς συριγμόν ενός εκάστου), κραυγές βρίθουσας ανακριβειών του τύπου "μάνα μου" (o Καραμήτσος δεν είχεν εισέτι τεκνοποιήσει), "έλα μωρό μου να σου ξηγήσω τ' όνειρο" (ο Καραμήτσος μακράν απείχε της βρεφικής ηλικίας, ουδέποτε δε εξεμυστηστηρεύθη όνειρον τι εις συντοπίτην του ώστε να δύναται τις να παρέχει ερμηνείας) και άλλας εκδηλώσεις από πλευράς των αρρένων συντοπιτών του καθώς επέστρεφε από την κρήνην της πλατείας με τας γκιούμας γέμουσας ύδατος. Ειρήσθω δε οτι θεωρώ την έννοιαν "χρηστά ήθη" ως ήδη γνωστήν διότι πας ορισμός και πάσα προσέγγισιν αυτής υπερβαίνει τας προθέσεις και τα όρια του παρόντος δοκιμίου, εκτός δε αυτού .... "

    Αυτά και άλλα έλεγε ο λυκάνθρωψ Κιβώτης εις τον πολλά βαρύν συνάδελφόν του Πατσαβούρ.Ωσπου ο Πατσαβούρ βαρέθηκε-και αλλάλιασε κιόλας απ' την τσαντίλα του μάλιστα - και τονε λούζει:
-Ti λέγεις ωρέ εκτόπλασμα, γέννημα κύριος οίδε ποιάς υδραυλονικής βορβορώδους μήτρας, άθλιε καλικάντζαρε, απότακτε κι εξοστρακισμενε, που αν ποτέ ευχήθηκα να υπάρχει κόλαση είναι για να ξέρω πως η ψυχή σου θα καίγεται εις τον αιώνα εις το πύρ της. Ούστ βρέ, μάς γάνιασες , σιχαμερέ βοθροδύτη, γάγγραινα που μολεύεις και το μεδούλι της μάνας σου για μια πεντάρα, ανόητε. Χάσου από τα μάτια μου κουραδοφάγε, ύπαγε στην τρύπα σου στους υπονόμους να κουρνιάσεις αγκαλιά με τους φίλους σου τους αρουραίους και τ' άλλα τα κουμάσια....
    Ε, είχε δίκιο ο Πατσαβούρ, δεν είχε; Και δεν ήταν μονάχα αυτό, μα τού' χε κι άλλα μαζωμένα του Κιβώτη, γιατί με τις χυδαιότητές του τό' χε ξεφτιλίσει παντελώς το είδος λυκάνθρωψ. Γιατί ο Πατσαβούρ ήτανε διακριτικός. Τονε χτύπησε μεν η αρρώστια και κάθε που γέμιζε το φεγγάρι έβγανε νύχια, μεγαλώνανε τα δόντια του, γουρλώνανε τα μάτια του και γυαλίζανε, φύτρωνε η γούνα του αλλά πρόσεχε να μήν τρομάζει τους ανθρώπους και κυρίως τίποτε παιδιά αλάνια που παίζανε κρυφτό την ώρα εκείνη. Εβανε γάντια, φορούσε κουκούλα να κρύβεται όσο μπορεί η τερατότης του, γλιστρούσε σε καμμιά μακρινή συνοικία και άμα θά' τρωγε, θά' τρωγε καμμιά γιαγιούλα που έτσι κι αλλοιώς την είχενε βαρεθεί τη ζωή και μπορώ να πώ πως ήτανε και λύτρωση, και άμα την καλότρωγε ήσυχα ήσυχα μάζευε τα κόκκαλα, τα τύλιγε στην εφημερίδα και τ' άφηνε ευλαβικά στην πόρτα του κοιμητηρίου να τους αποδοθούν τα δέοντα. Μετά γύρναγε σπίτι του και περίμενε να ξημερώσει, να ξαναγίνει σωστός κι έβγαινε το πρωί κύριος να διαβάσει την "Πρωινήν" και όλοι τον εσεβόντουσαν στη γειτονιά, δικαίωμα δεν έδινε. Ο Κιβώτης όμως έβγαζε άγρια ουρλιαχτά που σκίζανε τ' αυτιά, εμφανίζονταν ολοτσίτσιδος -ναι, ο αθεόφοβος- μπροστά σε γυναικόπαιδα και γεμίζαν οι κλινικές με φοβισμένους, έτρωγε όποιον του τύχαινε και κλαίγανε μανούλες, νύφες και μωρά στην κούνια, κι άμα ετέλειωνε την κατασπάραξιν άφηνε κόκκαλα, άντερα, μυαλά, αυτιά και μύτες και μεδούλια φίρδην μίγδην σκόρπια στο πεζοδρόμιο να κολυμπούνε στο αίμα και ξανά ουρλιαχτά και χτύπαγε και τα χέρια στο στήθος ντούμπου ντούμπου, μώρε μώρε ιδέτε μας εμάς τι παλληκαράδες που είμαστε... Μ' αυτές τις χοντροκοπιές στενοχωριότανε απ' την ντροπήν του ο Πατσαβούρ γιατί έπαιρνε κι αυτός την αιδώ επάνω του.
    Αυτά λοιπόν είχε κρατημένα μέσα του ο Πατσαβούρ και τα άλλα περί Καραμήτσου ήτο απλώς πρόφασις. Αλλά, πού θα πάει, μια μέρα θα του τα πεί χύμα και θα ξεσκάσει.




Περιεχόμενα




Κεντρική Σελίδα